κατευωχέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=-οῦμαι;<br />se régaler.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εὐωχέω]].
|btext=-οῦμαι;<br />se régaler.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εὐωχέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατευωχέομαι''': ἀποθ., εὐωχοῦμαι, εὐθυμῶ, ἑψήσαντες τὰ κρέα κατευωχέονται Ἡρόδ. 1. 216, πρβλ. 3. 99, Στράβ. 155. 2) παρὰ μεταγ. ἐν τῷ ἐνεργ., [[παρέχω]] εὐωχίαν, φιλεύω, τινα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 6, 1, Κλήμ. Ἀλ. 172.
|elnltext=κατ-ευωχέομαι een feestmaal houden.
}}
{{elru
|elrutext='''κατευωχέομαι:''' [[угощаться]], [[устраивать пир]], [[пировать]] (ἑψήσαντες τὰ [[κρέα]] κατευωχέονται, sc. οἱ [[Σκύθαι]] Her.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατευωχέομαι:''' αποθ., [[ευωχούμαι]], [[γλεντοκοπώ]] και [[χαίρομαι]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κατευωχέομαι:''' αποθ., [[ευωχούμαι]], [[γλεντοκοπώ]] και [[χαίρομαι]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατευωχέομαι:''' [[угощаться]], [[устраивать пир]], [[пировать]] (ἑψήσαντες τὰ [[κρέα]] κατευωχέονται, sc. οἱ [[Σκύθαι]] Her.).
|lstext='''κατευωχέομαι''': ἀποθ., εὐωχοῦμαι, εὐθυμῶ, ἑψήσαντες τὰ κρέα κατευωχέονται Ἡρόδ. 1. 216, πρβλ. 3. 99, Στράβ. 155. 2) παρὰ μεταγ. ἐν τῷ ἐνεργ., [[παρέχω]] εὐωχίαν, φιλεύω, τινα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 6, 1, Κλήμ. Ἀλ. 172.
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-ευωχέομαι een feestmaal houden.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Dep. to [[feast]] and make [[merry]], Hdt.
|mdlsjtxt=<br />Dep. to [[feast]] and make [[merry]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 20:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατευωχέομαι Medium diacritics: κατευωχέομαι Low diacritics: κατευωχέομαι Capitals: ΚΑΤΕΥΩΧΕΟΜΑΙ
Transliteration A: kateuōchéomai Transliteration B: kateuōcheomai Transliteration C: katevocheomai Beta Code: kateuwxe/omai

English (LSJ)

A feast and make merry on, ἑψήσαντες τὰ κρέα κατευωχέονται Hdt. 1.216, cf. 3.99, Str.3.3.7; βοῦν Plu.2.363c. 2 later in Act., feast, entertain, τινα J.AJ11.6.1:—Pass., ib.6.1.3, al.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
se régaler.
Étymologie: κατά, εὐωχέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ευωχέομαι een feestmaal houden.

Russian (Dvoretsky)

κατευωχέομαι: угощаться, устраивать пир, пировать (ἑψήσαντες τὰ κρέα κατευωχέονται, sc. οἱ Σκύθαι Her.).

Greek Monotonic

κατευωχέομαι: αποθ., ευωχούμαι, γλεντοκοπώ και χαίρομαι, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

κατευωχέομαι: ἀποθ., εὐωχοῦμαι, εὐθυμῶ, ἑψήσαντες τὰ κρέα κατευωχέονται Ἡρόδ. 1. 216, πρβλ. 3. 99, Στράβ. 155. 2) παρὰ μεταγ. ἐν τῷ ἐνεργ., παρέχω εὐωχίαν, φιλεύω, τινα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 6, 1, Κλήμ. Ἀλ. 172.

Middle Liddell


Dep. to feast and make merry, Hdt.