κοσμητήρ: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui arrange, dispose <i>ou</i> dirige.<br />'''Étymologie:''' [[κοσμέω]].
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui arrange, dispose <i>ou</i> dirige.<br />'''Étymologie:''' [[κοσμέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κοσμητήρ''': ῆρος, , = τῷ [[κοσμητής]], Ἐπίγραμμ. παρ᾿ Αἰσχίν. 80. 22, Πλουτ. Κίμ. 7.
|elnltext=κοσμητήρ -ῆρος, ὁ [κοσμητής] aanvoerder.
}}
{{elru
|elrutext='''κοσμητήρ:''' ῆρος ὁ Plut. = [[κοσμητής]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''κοσμητήρ:''' -ῆρος, ὁ, = το επόμ., σε Επιγρ. [[παρά]] Αισχίν., σε Πλούτ.
|lsmtext='''κοσμητήρ:''' -ῆρος, ὁ, = το επόμ., σε Επιγρ. [[παρά]] Αισχίν., σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κοσμητήρ:''' ῆρος ὁ Plut. = [[κοσμητής]].
|lstext='''κοσμητήρ''': ῆρος, , = τῷ [[κοσμητής]], Ἐπίγραμμ. παρ᾿ Αἰσχίν. 80. 22, Πλουτ. Κίμ. 7.
}}
{{elnl
|elnltext=κοσμητήρ -ῆρος, ὁ [κοσμητής] aanvoerder.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κοσμητήρ]], ῆρος, = [[κοσμητής]], Epigr. ap. Aeschin., Plut.]
|mdlsjtxt=[[κοσμητήρ]], ῆρος, = [[κοσμητής]], Epigr. ap. Aeschin., Plut.]
}}
}}

Revision as of 20:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμητήρ Medium diacritics: κοσμητήρ Low diacritics: κοσμητήρ Capitals: ΚΟΣΜΗΤΗΡ
Transliteration A: kosmētḗr Transliteration B: kosmētēr Transliteration C: kosmitir Beta Code: kosmhth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, A = κοσμητής, Epigr. ap. Aeschin.3.185. II at Itanos, title of eponymous magistrate, SIG463.15 (iii B. C.), Supp.Epigr.2.512.22.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui arrange, dispose ou dirige.
Étymologie: κοσμέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοσμητήρ -ῆρος, ὁ [κοσμητής] aanvoerder.

Russian (Dvoretsky)

κοσμητήρ: ῆρος ὁ Plut. = κοσμητής.

Greek Monolingual

κοσμητήρ, -ῆρος, ὁ, θηλ. κοσμήτειρα (Α) κοσμώ
1. αυτός που διευθύνει, αρχηγός
2. (στον Ίτανο) τίτλος επώνυμου άρχοντα
3. φρ. «κοσμήτειρα τῆς Ἀρτέμιδος» — τίτλος γυναίκας αξιωματούχου στην Έφεσο.

Greek Monotonic

κοσμητήρ: -ῆρος, ὁ, = το επόμ., σε Επιγρ. παρά Αισχίν., σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμητήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ κοσμητής, Ἐπίγραμμ. παρ᾿ Αἰσχίν. 80. 22, Πλουτ. Κίμ. 7.

Middle Liddell

κοσμητήρ, ῆρος, = κοσμητής, Epigr. ap. Aeschin., Plut.]