κριβανωτός: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br />cuit dans un four de campagne ; <i>subst.</i> ὁ [[κριβανωτός]] ([[ἄρτος]]) pain cuit au four de campagne, sorte de gâteau.<br />'''Étymologie:''' [[κρίβανος]].
|btext=ή, όν :<br />cuit dans un four de campagne ; <i>subst.</i> ὁ [[κριβανωτός]] ([[ἄρτος]]) pain cuit au four de campagne, sorte de gâteau.<br />'''Étymologie:''' [[κρίβανος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κρῑβᾰνωτός''': -ή, -όν, ὀπτὸς ἐν κριβάνῳ· [[ἐντεῦθεν]] κριβανωτὸς (δηλ. ἄρτος), ὁ, Ἀλκμὰν 62, Ἀριστοφ. Πλ. 765 (ἄλλ. [[κριβανίτης]])· κρ. ζῷα, ἀκέραια ζῷα ὠπτημένα ἐν κλιβάνῳ, Εὐστ. 1286. 19.
|elnltext=κριβανωτός -ή -όν [κρίβανος] als subst. ὁ κριβανωτός ( sc. ἄρτος) pannenbrood (uit de kribanos).
}}
{{elru
|elrutext='''κρῑβᾰνωτός:''' ὁ (sc. [[ἄρτος]]) Arph. = [[κριβανίτης]] II.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κρῑβᾰνωτός:''' -ή, -όν = [[κριβανίτης]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κρῑβᾰνωτός:''' -ή, -όν = [[κριβανίτης]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κρῑβᾰνωτός:''' ὁ (sc. [[ἄρτος]]) Arph. = [[κριβανίτης]] II.
|lstext='''κρῑβᾰνωτός''': -ή, -όν, ὀπτὸς ἐν κριβάνῳ· [[ἐντεῦθεν]] κριβανωτὸς (δηλ. ἄρτος), ὁ, Ἀλκμὰν 62, Ἀριστοφ. Πλ. 765 (ἄλλ. [[κριβανίτης]])· κρ. ζῷα, ἀκέραια ζῷα ὠπτημένα ἐν κλιβάνῳ, Εὐστ. 1286. 19.
}}
{{elnl
|elnltext=κριβανωτός -ή -όν [κρίβανος] als subst. ὁ κριβανωτός ( sc. ἄρτος) pannenbrood (uit de kribanos).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κρῑβᾰνωτός, ή, όν = [[κριβανίτης]], Ar.]
|mdlsjtxt=κρῑβᾰνωτός, ή, όν = [[κριβανίτης]], Ar.]
}}
}}

Revision as of 20:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κριβᾰνωτός Medium diacritics: κριβανωτός Low diacritics: κριβανωτός Capitals: ΚΡΙΒΑΝΩΤΟΣ
Transliteration A: kribanōtós Transliteration B: kribanōtos Transliteration C: krivanotos Beta Code: kribanwto/s

English (LSJ)

ή, όν, baked in a κρίβανος, hence κριβανωτός (sc. ἄρτος), ὁ, Alcm.20 (codd. Ath.), Ar.Pl.765; κ. ζῷα Eust.1286.19.

German (Pape)

[Seite 1508] = κριβανίτης; Alcm. bei Ath. III, 114 f; Eust.; Ar. Plut. 765.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
cuit dans un four de campagne ; subst.κριβανωτός (ἄρτος) pain cuit au four de campagne, sorte de gâteau.
Étymologie: κρίβανος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κριβανωτός -ή -όν [κρίβανος] als subst. ὁ κριβανωτός ( sc. ἄρτος) pannenbrood (uit de kribanos).

Russian (Dvoretsky)

κρῑβᾰνωτός: ὁ (sc. ἄρτος) Arph. = κριβανίτης II.

Greek Monolingual

κριβανωτός, -ή, -όν (Α)
βλ. κλιβανωτός.

Greek Monotonic

κρῑβᾰνωτός: -ή, -όν = κριβανίτης, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κρῑβᾰνωτός: -ή, -όν, ὀπτὸς ἐν κριβάνῳ· ἐντεῦθεν κριβανωτὸς (δηλ. ἄρτος), ὁ, Ἀλκμὰν 62, Ἀριστοφ. Πλ. 765 (ἄλλ. κριβανίτης)· κρ. ζῷα, ἀκέραια ζῷα ὠπτημένα ἐν κλιβάνῳ, Εὐστ. 1286. 19.

Middle Liddell

κρῑβᾰνωτός, ή, όν = κριβανίτης, Ar.]