πέροδος: Difference between revisions

From LSJ

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0602.png Seite 602]] ἡ, äol. = [[περίοδος]], Pind., s. Böckh Ol. 6, 38 N. 11, 40.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0602.png Seite 602]] ἡ, äol. = [[περίοδος]], Pind., s. Böckh Ol. 6, 38 N. 11, 40.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πέροδος''': , Αἰολ. ἀντὶ [[περίοδος]], Πίνδ. Ν. 11. 51, ἴδε Böckh εἰς Ο. 6. 38, Ἐπιγραφ. Δελφ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 16.
|elnltext=πέροδος -ου, ἡ Dor. voor περίοδος.
}}
{{elru
|elrutext='''πέροδος:''' ἡ эол. Pind. = [[περίοδος]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πέροδος:''' ἡ, Αιολ. αντί [[περί]]-οδος.
|lsmtext='''πέροδος:''' ἡ, Αιολ. αντί [[περί]]-οδος.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πέροδος:''' ἡ эол. Pind. = [[περίοδος]].
|lstext='''πέροδος''': , Αἰολ. ἀντὶ [[περίοδος]], Πίνδ. Ν. 11. 51, ἴδε Böckh εἰς Ο. 6. 38, Ἐπιγραφ. Δελφ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 16.
}}
{{elnl
|elnltext=πέροδος -ου, ἡ Dor. voor περίοδος.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πέρ-οδος, ἡ, [aeolic for [[περίοδος]].]
|mdlsjtxt=πέρ-οδος, ἡ, [aeolic for [[περίοδος]].]
}}
}}

Revision as of 21:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέροδος Medium diacritics: πέροδος Low diacritics: πέροδος Capitals: ΠΕΡΟΔΟΣ
Transliteration A: pérodos Transliteration B: perodos Transliteration C: perodos Beta Code: pe/rodos

English (LSJ)

ἡ, Dor. for περίοδος, Pi.N.11.40, IG22.1126.16 (Delph., iv B. C.).

German (Pape)

[Seite 602] ἡ, äol. = περίοδος, Pind., s. Böckh Ol. 6, 38 N. 11, 40.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέροδος -ου, ἡ Dor. voor περίοδος.

Russian (Dvoretsky)

πέροδος: ἡ эол. Pind. = περίοδος.

English (Slater)

πέροδος revolution δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν (Eustath.: περιόδοις codd.) (N. 11.40), cf. fr. 314.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. περίοδος.

Greek Monotonic

πέροδος: ἡ, Αιολ. αντί περί-οδος.

Greek (Liddell-Scott)

πέροδος: ἡ, Αἰολ. ἀντὶ περίοδος, Πίνδ. Ν. 11. 51, ἴδε Böckh εἰς Ο. 6. 38, Ἐπιγραφ. Δελφ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 16.

Middle Liddell

πέρ-οδος, ἡ, [aeolic for περίοδος.]