πλουτίνδην: Difference between revisions
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<i>adv.</i><br />en choisissant parmi les plus riches.<br />'''Étymologie:''' [[πλοῦτος]], -ινδην. | |btext=<i>adv.</i><br />en choisissant parmi les plus riches.<br />'''Étymologie:''' [[πλοῦτος]], -ινδην. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πλουτίνδην [πλοῦτος] adv., op basis van rijkdom. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πλουτίνδην:''' на основании богатства, т. е. по имущественному цензу Arst., Polyb.: π. ἀποδεικνύναι τοὺς ἄρχοντας Plut. назначать архонтов в соответствии с их имущественным положением. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''πλουτίνδην:''' ([[πλοῦτος]]), επίρρ., σύμφωνα με τον πλούτο, [[πλουτίνδην]] αἱρεῖσθαι τοὺς ἄρχοντας, σε Αριστ. | |lsmtext='''πλουτίνδην:''' ([[πλοῦτος]]), επίρρ., σύμφωνα με τον πλούτο, [[πλουτίνδην]] αἱρεῖσθαι τοὺς ἄρχοντας, σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πλουτίνδην''': Ἐπίρρ., κατὰ τὸν πλοῦτον, πλ. αἱρεῖσθαι τοὺς ἄρχοντας Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. σ. 2, 11, 4, 5, ἔκδ. Blass, Πολιτικ. 2. 11, 8, πρβλ. Πολύβ. 6. 20, 9, Πλούτ. 2. 154C. ἴδε [[ἀριστίνδην]]. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ 300. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πλοῦτος]]<br />adv. according to [[wealth]], πλ. αἱρεῖσθαι τοὺς ἄρχοντας Arist. | |mdlsjtxt=[[πλοῦτος]]<br />adv. according to [[wealth]], πλ. αἱρεῖσθαι τοὺς ἄρχοντας Arist. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:35, 2 October 2022
English (LSJ)
Adv. according to wealth, π. αἱρεῖσθαι τοὺς ἄρχοντας Arist.Pol.1273a24, cf. Ath.3.1, Plb.6.20.9, Plu.2.154c.
German (Pape)
[Seite 638] adv., nach dem Reichthum od. Vermögen; Arist. pol. 2, 9; γεγενημένης τῆς ἐκλογῆς, Pol. 6, 20, 9; οὔτε ἀριστίνδην οὔτε πλ., Plut. Lys. 13.
French (Bailly abrégé)
adv.
en choisissant parmi les plus riches.
Étymologie: πλοῦτος, -ινδην.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλουτίνδην [πλοῦτος] adv., op basis van rijkdom.
Russian (Dvoretsky)
πλουτίνδην: на основании богатства, т. е. по имущественному цензу Arst., Polyb.: π. ἀποδεικνύναι τοὺς ἄρχοντας Plut. назначать архонтов в соответствии с их имущественным положением.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. κατά τον πλούτο, την περιουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + επιρρμ. κατάλ. -ίνδην (πρβλ. αριστ-ίνδην κρατιστ-ίνδην)].
Greek Monotonic
πλουτίνδην: (πλοῦτος), επίρρ., σύμφωνα με τον πλούτο, πλουτίνδην αἱρεῖσθαι τοὺς ἄρχοντας, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
πλουτίνδην: Ἐπίρρ., κατὰ τὸν πλοῦτον, πλ. αἱρεῖσθαι τοὺς ἄρχοντας Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. σ. 2, 11, 4, 5, ἔκδ. Blass, Πολιτικ. 2. 11, 8, πρβλ. Πολύβ. 6. 20, 9, Πλούτ. 2. 154C. ἴδε ἀριστίνδην. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ 300.
Middle Liddell
πλοῦτος
adv. according to wealth, πλ. αἱρεῖσθαι τοὺς ἄρχοντας Arist.