πτολιπόρθης: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου;<br />destructeur de villes.<br />'''Étymologie:''' [[πτόλις]], [[πέρθω]].
|btext=ου;<br />destructeur de villes.<br />'''Étymologie:''' [[πτόλις]], [[πέρθω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πτολῐπόρθης''': -ου, ὁ, ἴδε [[πτολίπορθος]].
|elnltext=πτολιπόρθης -ου [~ πτολίπορθος] stedenverwoester.
}}
{{elru
|elrutext='''πτολῐπόρθης:''' Aesch. = [[πτολίπορθος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πτολῐπόρθης:''' -ου, ὁ, = [[πτολίπορθος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πτολῐπόρθης:''' -ου, ὁ, = [[πτολίπορθος]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πτολῐπόρθης:''' Aesch. = [[πτολίπορθος]].
|lstext='''πτολῐπόρθης''': -ου, ὁ, ἴδε [[πτολίπορθος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πτολιπόρθης -ου [~ πτολίπορθος] stedenverwoester.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πτολῐ-πόρθης, ου, ὁ, = [[πτολίπορθος]], Aesch.]
|mdlsjtxt=πτολῐ-πόρθης, ου, ὁ, = [[πτολίπορθος]], Aesch.]
}}
}}

Revision as of 21:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτολιπόρθης Medium diacritics: πτολιπόρθης Low diacritics: πτολιπόρθης Capitals: ΠΤΟΛΙΠΟΡΘΗΣ
Transliteration A: ptolipórthēs Transliteration B: ptoliporthēs Transliteration C: ptoliporthis Beta Code: ptolipo/rqhs

English (LSJ)

v. πτολίπορθος.

German (Pape)

[Seite 811] ὁ, = πτολίπορθος, Aesch. Ag. 459.

French (Bailly abrégé)

ου;
destructeur de villes.
Étymologie: πτόλις, πέρθω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτολιπόρθης -ου [~ πτολίπορθος] stedenverwoester.

Russian (Dvoretsky)

πτολῐπόρθης: Aesch. = πτολίπορθος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο πτολίπορθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του πτολίπορθος, κατά τα αρσ. σε -ης].

Greek Monotonic

πτολῐπόρθης: -ου, ὁ, = πτολίπορθος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πτολῐπόρθης: -ου, ὁ, ἴδε πτολίπορθος.

Middle Liddell

πτολῐ-πόρθης, ου, ὁ, = πτολίπορθος, Aesch.]