προσπλωτός: Difference between revisions

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ή, όν :<br />accessible aux navires.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[προσπλώω]].
|btext=ή, όν :<br />accessible aux navires.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[προσπλώω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσπλωτός''': -ή, -όν, [[εὐπρόσιτος]] ἐκ τῆς θαλάσσης, δηλ. [[πλωτός]], ποταμοὶ πρ. ἀπὸ θαλάσσης Ἡρόδ. 4. 47, πρβλ. 71.
|elnltext=προσπλωτός -ή -όν [προσπλέω] bevaarbaar.
}}
{{elru
|elrutext='''προσπλωτός:''' [adj. verb. к [[προσπλώω]] доступный для кораблей, судоходный: ἐς ὃ ὁ [[Βορυσθένης]] ἐστὶ π. Her. (место), до которого Борисфен судоходен.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''προσπλωτός:''' -ή, -όν, [[προσβάσιμος]] από τη [[θάλασσα]], δηλ. [[πλωτός]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''προσπλωτός:''' -ή, -όν, [[προσβάσιμος]] από τη [[θάλασσα]], δηλ. [[πλωτός]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσπλωτός:''' [adj. verb. к [[προσπλώω]] доступный для кораблей, судоходный: ἐς ὃ ὁ [[Βορυσθένης]] ἐστὶ π. Her. (место), до которого Борисфен судоходен.
|lstext='''προσπλωτός''': -ή, -όν, [[εὐπρόσιτος]] ἐκ τῆς θαλάσσης, δηλ. [[πλωτός]], ποταμοὶ πρ. ἀπὸ θαλάσσης Ἡρόδ. 4. 47, πρβλ. 71.
}}
{{elnl
|elnltext=προσπλωτός -ή -όν [προσπλέω] bevaarbaar.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προσ-[[πλωτός]], ή, όν<br />[[accessible]] from the sea, i. e. [[navigable]], Hdt.
|mdlsjtxt=προσ-[[πλωτός]], ή, όν<br />[[accessible]] from the sea, i. e. [[navigable]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 21:56, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπλωτός Medium diacritics: προσπλωτός Low diacritics: προσπλωτός Capitals: ΠΡΟΣΠΛΩΤΟΣ
Transliteration A: prosplōtós Transliteration B: prosplōtos Transliteration C: prosplotos Beta Code: prosplwto/s

English (LSJ)

ή, όν, accessible from the sea, i.e. navigable, ποταμοὶ π. ἀπὸ θαλάσσης Hdt.4.47, cf. 71.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
accessible aux navires.
Étymologie: adj. verb. de προσπλώω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσπλωτός -ή -όν [προσπλέω] bevaarbaar.

Russian (Dvoretsky)

προσπλωτός: [adj. verb. к προσπλώω доступный для кораблей, судоходный: ἐς ὃ ὁ Βορυσθένης ἐστὶ π. Her. (место), до которого Борисфен судоходен.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α προσπλώω
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να πλεύσει από τη θάλασσα, πλωτός, πλόιμος («ποταμοὶ ὅσοι... προσπλωτοὶ ἀπὸ θαλάσσης», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

προσπλωτός: -ή, -όν, προσβάσιμος από τη θάλασσα, δηλ. πλωτός, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

προσπλωτός: -ή, -όν, εὐπρόσιτος ἐκ τῆς θαλάσσης, δηλ. πλωτός, ποταμοὶ πρ. ἀπὸ θαλάσσης Ἡρόδ. 4. 47, πρβλ. 71.

Middle Liddell

προσ-πλωτός, ή, όν
accessible from the sea, i. e. navigable, Hdt.