συγκαλυπτός: Difference between revisions

From LSJ

ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br /><i>adj. verb. de</i> [[συγκαλύπτω]].
|btext=ή, όν :<br /><i>adj. verb. de</i> [[συγκαλύπτω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συγκᾰλυπτός''': -ή, -όν, περικεκαλυμμένος, περιτετυλιγμένος, κνίσῃ κῶλα σ. Αἰσχλυλ. Πρ. 496.
|elnltext=συγκαλυπτός -ή -όν [συγκαλύπτω] helemaal bedekt of omhuld.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκᾰλυπτός:''' [adj. verb. к [[συγκαλύπτω]] окутанный, со всех сторон обложенный (κνίσῃ κῶλα συγκαλυπτά Aesch.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συγκαλυπτός:''' -ή, -όν, περιτυλιγμένος, συγκεκαλυμμένος, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''συγκαλυπτός:''' -ή, -όν, περιτυλιγμένος, συγκεκαλυμμένος, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συγκᾰλυπτός:''' [adj. verb. к [[συγκαλύπτω]] окутанный, со всех сторон обложенный (κνίσῃ κῶλα συγκαλυπτά Aesch.).
|lstext='''συγκᾰλυπτός''': -ή, -όν, περικεκαλυμμένος, περιτετυλιγμένος, κνίσῃ κῶλα σ. Αἰσχλυλ. Πρ. 496.
}}
{{elnl
|elnltext=συγκαλυπτός -ή -όν [συγκαλύπτω] helemaal bedekt of omhuld.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συγκᾰλυπτός, ή, όν<br />wrapped up, Aesch. [from συγκᾰλύπτω]
|mdlsjtxt=συγκᾰλυπτός, ή, όν<br />wrapped up, Aesch. [from συγκᾰλύπτω]
}}
}}

Revision as of 22:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκᾰλυπτός Medium diacritics: συγκαλυπτός Low diacritics: συγκαλυπτός Capitals: ΣΥΓΚΑΛΥΠΤΟΣ
Transliteration A: synkalyptós Transliteration B: synkalyptos Transliteration C: sygkalyptos Beta Code: sugkalupto/s

English (LSJ)

ή, όν, wrapped up, κνίσῃ κῶλα σ. ib.496.

German (Pape)

[Seite 964] von allen Seiten bedeckt od. verhüllt, κνίσσῃ τε κῶλα συγκαλυπτά, Aesch. Prom. 494.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
adj. verb. de συγκαλύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκαλυπτός -ή -όν [συγκαλύπτω] helemaal bedekt of omhuld.

Russian (Dvoretsky)

συγκᾰλυπτός: [adj. verb. к συγκαλύπτω окутанный, со всех сторон обложенный (κνίσῃ κῶλα συγκαλυπτά Aesch.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συγκαλύπτω
καλυμμένος από παντού, περιτυλιγμένος.

Greek Monotonic

συγκαλυπτός: -ή, -όν, περιτυλιγμένος, συγκεκαλυμμένος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκᾰλυπτός: -ή, -όν, περικεκαλυμμένος, περιτετυλιγμένος, κνίσῃ κῶλα σ. Αἰσχλυλ. Πρ. 496.

Middle Liddell

συγκᾰλυπτός, ή, όν
wrapped up, Aesch. [from συγκᾰλύπτω]