στυγνότης: Difference between revisions

From LSJ

τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶνseeing that there would be none to hinder him

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ητος (ἡ) :<br />tristesse.<br />'''Étymologie:''' [[στυγνός]].
|btext=ητος (ἡ) :<br />tristesse.<br />'''Étymologie:''' [[στυγνός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στυγνότης''': -ητος, , [[κατήφεια]], [[σκυθρωπότης]], Λατ. tristitia, Ἄλεξις ἐν «Πυθαγοριζούσῃ» 3· βλέμματος Πλουτ. Μάρ. 43· ἐπὶ τῆς ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, Πολύβ. 4. 21, 1· πρβλ. [[στυγνάζω]].
|elnltext=στυγνότης -ητος, ἡ [στυγνός] somberheid, norsheid.
}}
{{elru
|elrutext='''στυγνότης:''' ητος ἡ [[угрюмость]], [[мрачность]] (τοῦ βλέμματος Plut.): ἡ τοῦ περιέχοντος σ. Polyb. суровость климата.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στυγνότης:''' -ητος, ἡ, [[μελαγχολία]], [[κατήφεια]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''στυγνότης:''' -ητος, ἡ, [[μελαγχολία]], [[κατήφεια]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στυγνότης:''' ητος ἡ [[угрюмость]], [[мрачность]] (τοῦ βλέμματος Plut.): ἡ τοῦ περιέχοντος σ. Polyb. суровость климата.
|lstext='''στυγνότης''': -ητος, , [[κατήφεια]], [[σκυθρωπότης]], Λατ. tristitia, Ἄλεξις ἐν «Πυθαγοριζούσῃ» 3· βλέμματος Πλουτ. Μάρ. 43· ἐπὶ τῆς ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, Πολύβ. 4. 21, 1· πρβλ. [[στυγνάζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=στυγνότης -ητος, [στυγνός] somberheid, norsheid.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στυγνότης]], ητος, ἡ,<br />gloominess, [[sullenness]], Plut.
|mdlsjtxt=[[στυγνότης]], ητος, ἡ,<br />gloominess, [[sullenness]], Plut.
}}
}}

Revision as of 22:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στυγνότης Medium diacritics: στυγνότης Low diacritics: στυγνότης Capitals: ΣΤΥΓΝΟΤΗΣ
Transliteration A: stygnótēs Transliteration B: stygnotēs Transliteration C: stygnotis Beta Code: stugno/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, gloominess, sullenness, Alex.197, Plb.3.20.3; βλέμματος Plu.Mar.43; of the sky, Plb.4.21.1.

German (Pape)

[Seite 958] ητος, ἡ, Betrübniß, καὶ πένθ ος, Plut. Thes. 20; τοῦ βλέμματος, Mar. 43, das traurige, unfreundliche Aussehen, z. B. des Senats in Rom, Pol. 3, 20, 3; des Klimas, τοῦ περιέχοντος, 4, 21, 1; eines unbebau'ten Landes, Jac. Philostr. imagg. 723.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
tristesse.
Étymologie: στυγνός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στυγνότης -ητος, ἡ [στυγνός] somberheid, norsheid.

Russian (Dvoretsky)

στυγνότης: ητος ἡ угрюмость, мрачность (τοῦ βλέμματος Plut.): ἡ τοῦ περιέχοντος σ. Polyb. суровость климата.

Greek Monotonic

στυγνότης: -ητος, ἡ, μελαγχολία, κατήφεια, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

στυγνότης: -ητος, ἡ, κατήφεια, σκυθρωπότης, Λατ. tristitia, Ἄλεξις ἐν «Πυθαγοριζούσῃ» 3· βλέμματος Πλουτ. Μάρ. 43· ἐπὶ τῆς ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, Πολύβ. 4. 21, 1· πρβλ. στυγνάζω.

Middle Liddell

στυγνότης, ητος, ἡ,
gloominess, sullenness, Plut.