συνίσχω: Difference between revisions

From LSJ

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>c.</i> [[συνέχω]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἴσχω]].
|btext=<i>c.</i> [[συνέχω]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἴσχω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνίσχω''': [[συνέχω]]· ― Παθητ., συνίσχομαι, συνέχομαι, [[ὑποφέρω]], [[πάσχω]], τοῖς μεγίστοις νοσήμασι συνισχόμενος Πλάτ. Γοργ. 479Α· κοιλιακῷ συνισχόμενοι νοσήματι Νικήτ. Χρον. 7. 116Α.
|elnltext=συνίσχω [συνέχω] vasthouden; pass.: νοσήμασιν συνισχόμενος door ziektes gekweld Plat. Grg. 479a.
}}
{{elru
|elrutext='''συνίσχω:''' досл. держать в тисках, перен. теснить, мучить, терзать (τοῖς μεγίστοις νοσήμασι συνισχόμενος Plat.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συνίσχω:''' = [[συνέχω]], Παθ., [[υποφέρω]], [[πάσχω]], καταθλίβομαι, σε Πλάτ.
|lsmtext='''συνίσχω:''' = [[συνέχω]], Παθ., [[υποφέρω]], [[πάσχω]], καταθλίβομαι, σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνίσχω:''' досл. держать в тисках, перен. теснить, мучить, терзать (τοῖς μεγίστοις νοσήμασι συνισχόμενος Plat.).
|lstext='''συνίσχω''': [[συνέχω]]· ― Παθητ., συνίσχομαι, συνέχομαι, [[ὑποφέρω]], [[πάσχω]], τοῖς μεγίστοις νοσήμασι συνισχόμενος Πλάτ. Γοργ. 479Α· κοιλιακῷ συνισχόμενοι νοσήματι Νικήτ. Χρον. 7. 116Α.
}}
{{elnl
|elnltext=συνίσχω [συνέχω] vasthouden; pass.: νοσήμασιν συνισχόμενος door ziektes gekweld Plat. Grg. 479a.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[συνέχω]]:—Pass.]<br />to be [[afflicted]], Plat.
|mdlsjtxt== [[συνέχω]]:—Pass.]<br />to be [[afflicted]], Plat.
}}
}}

Revision as of 22:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνίσχω Medium diacritics: συνίσχω Low diacritics: συνίσχω Capitals: ΣΥΝΙΣΧΩ
Transliteration A: syníschō Transliteration B: synischō Transliteration C: synischo Beta Code: suni/sxw

English (LSJ)

= συνέχω, retain, PTeb.746.10 (iii B.C.):—Pass., to be retained or detained, PGrenf.2.14.13 (iii B.C.); to be afficted, νοσήμασιν Pl.Grg.479a.

German (Pape)

[Seite 1027] (s. ἴσχω), = συνέχω, τοῖς μεγίστοις νοσήμασι συνισχόμενος, Plat. Gorg. 479 a.

French (Bailly abrégé)

c. συνέχω.
Étymologie: σύν, ἴσχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνίσχω [συνέχω] vasthouden; pass.: νοσήμασιν συνισχόμενος door ziektes gekweld Plat. Grg. 479a.

Russian (Dvoretsky)

συνίσχω: досл. держать в тисках, перен. теснить, мучить, терзать (τοῖς μεγίστοις νοσήμασι συνισχόμενος Plat.).

Greek Monolingual

ΜΑ
1. συνέχω
2. (το παθ.) συνίσχομαι
πάσχω, υποφέρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἴσχω, άλλος τ. του έχω].

Greek Monotonic

συνίσχω: = συνέχω, Παθ., υποφέρω, πάσχω, καταθλίβομαι, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

συνίσχω: συνέχω· ― Παθητ., συνίσχομαι, συνέχομαι, ὑποφέρω, πάσχω, τοῖς μεγίστοις νοσήμασι συνισχόμενος Πλάτ. Γοργ. 479Α· κοιλιακῷ συνισχόμενοι νοσήματι Νικήτ. Χρον. 7. 116Α.

Middle Liddell

= συνέχω:—Pass.]
to be afflicted, Plat.