κυβερνητήριος: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui concerne le pilote <i>ou</i> la manœuvre du gouvernail.<br />'''Étymologie:''' [[κυβερνητήρ]].
|btext=ος, ον :<br />qui concerne le pilote <i>ou</i> la manœuvre du gouvernail.<br />'''Étymologie:''' [[κυβερνητήρ]].
}}
{{elnl
|elnltext=κυβερνητήριος -α -ον [κυβερνητήρ] van een stuurman.
}}
{{elru
|elrutext='''κῠβερνητήριος:''' [[относящийся к кормчему]] ([[ἔργον]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῠβερνητήριος:''' -α, -ον = [[κυβερνητικός]], σε Χρησμ. [[παρά]] Πλουτ.
|lsmtext='''κῠβερνητήριος:''' -α, -ον = [[κυβερνητικός]], σε Χρησμ. [[παρά]] Πλουτ.
}}
{{elnl
|elnltext=κυβερνητήριος -α -ον [κυβερνητήρ] van een stuurman.
}}
{{elru
|elrutext='''κῠβερνητήριος:''' [[относящийся к кормчему]] ([[ἔργον]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κῠβερνητήριος, η, ον = [[κυβερνητικός]], Orac. ap. Plut.]
|mdlsjtxt=κῠβερνητήριος, η, ον = [[κυβερνητικός]], Orac. ap. Plut.]
}}
}}

Revision as of 23:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠβερνητήριος Medium diacritics: κυβερνητήριος Low diacritics: κυβερνητήριος Capitals: ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: kybernētḗrios Transliteration B: kybernētērios Transliteration C: kyvernitirios Beta Code: kubernhth/rios

English (LSJ)

α, ον, = κυβερνητικός, Orac. ap. Plu.Sol.14.

German (Pape)

[Seite 1522] zum Steuermann gehörig; ἔργον, die Arbeit des Steuerns, or. bei Plut. Sol. 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne le pilote ou la manœuvre du gouvernail.
Étymologie: κυβερνητήρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυβερνητήριος -α -ον [κυβερνητήρ] van een stuurman.

Russian (Dvoretsky)

κῠβερνητήριος: относящийся к кормчему (ἔργον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κῠβερνητήριος: -α, -ον, = κυβερνητικός, Χρησ. παρὰ Πλουτ. Σόλ. 14.

Greek Monolingual

κυβερνητήριος, -ία, -ον (Α) κυβερνητήρ
κυβερνητικός.

Greek Monotonic

κῠβερνητήριος: -α, -ον = κυβερνητικός, σε Χρησμ. παρά Πλουτ.

Middle Liddell

κῠβερνητήριος, η, ον = κυβερνητικός, Orac. ap. Plut.]