σοροπηγός: Difference between revisions
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />fabricant de cercueils.<br />'''Étymologie:''' [[σορός]], [[πήγνυμι]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />fabricant de cercueils.<br />'''Étymologie:''' [[σορός]], [[πήγνυμι]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σοροπηγός -οῦ, ὁ [σορός, πήγνυμι] doodskistenmaker. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σοροπηγός:''' ὁ [[гробовщик]] Arph., Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σοροπηγός:''' -οῦ, ὁ ([[πήγνυμι]]), αυτός που κατασκευάζει φέρετρα, σε Αριστοφ., Ανθ. | |lsmtext='''σοροπηγός:''' -οῦ, ὁ ([[πήγνυμι]]), αυτός που κατασκευάζει φέρετρα, σε Αριστοφ., Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 00:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ὁ, (πήγνυμι) coffin-maker, Ar.Nu.846, AP11.122 (Callicter?), 123 (Hedyl.):— σορο-πήγιον, τό, his workshop, Poll.7.160.
German (Pape)
[Seite 913] Särge zusammenfügend; Ar. Nubb. 836; öfter in der Anth., wie Ep. ad. 448 (XI, 3), Nicarch. 30 (XI, 122), Hedyl. 5 (V, 199).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
fabricant de cercueils.
Étymologie: σορός, πήγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σοροπηγός -οῦ, ὁ [σορός, πήγνυμι] doodskistenmaker.
Russian (Dvoretsky)
σοροπηγός: ὁ гробовщик Arph., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
σοροπηγός: -οῦ, ὁ (πήγνυμι) ὁ κατασκευάζων, σορούς, νεκροθήκας, φέρετρα, Ἀριστοφ. Νεφ. 846, Ἀνθ. Π. 11. 122, 123· ― σοροπήγιον, τό, τὸ ἐργαστήριον αὐτοῦ, Πολυδ. Ζ΄, 160· ― σοροπηγέω, Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 186. 1. 6, ἔκδ. Λ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
κατασκευαστής φερέτρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σορός + -πηγός (< πήγνυμι), πρβλ. αμαξο-πηγός, ναυ-πηγός.
Greek Monotonic
σοροπηγός: -οῦ, ὁ (πήγνυμι), αυτός που κατασκευάζει φέρετρα, σε Αριστοφ., Ανθ.
Middle Liddell
σορο-πηγός, οῦ, ὁ, πήγνυμι
a coffin-maker, Ar., Anth.