ἀκροποδητί: Difference between revisions

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />sur la pointe du pied.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρος]], [[πούς]].
|btext=<i>adv.</i><br />sur la pointe du pied.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρος]], [[πούς]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἀκροποδητί]] [[ἄκρος]], [[πούς]] adv., op de tenen.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκροποδητί:''' adv. на цыпочках ([[ἑστάναι]], βαδίζειν Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκροποδητί:''' ή -ῑτί, επίρρ. ([[πούς]]), στις μύτες, στα νύχια των ποδιών, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀκροποδητί:''' ή -ῑτί, επίρρ. ([[πούς]]), στις μύτες, στα νύχια των ποδιών, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκροποδητί:''' adv. на цыпочках ([[ἑστάναι]], βαδίζειν Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πούς]]<br />on tiptoe, Luc.
|mdlsjtxt=[[πούς]]<br />on tiptoe, Luc.
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἀκροποδητί]] [[ἄκρος]], [[πούς]] adv., op de tenen.
}}
}}

Revision as of 11:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροποδητί Medium diacritics: ἀκροποδητί Low diacritics: ακροποδητί Capitals: ΑΚΡΟΠΟΔΗΤΙ
Transliteration A: akropodētí Transliteration B: akropodēti Transliteration C: akropoditi Beta Code: a)kropodhti/

English (LSJ)

or ἀκρο-ῑτί [τῑ], Adv., (πούς) on tiptoe, Luc.Prom.1, DMar.14.3,al.

Spanish (DGE)

de puntillas Luc.Prom.1, DMar.14.3.

German (Pape)

[Seite 84] (unrichtig -ποδιτί), auf den Zehen, Luc. oft, z. B. βαδίζειν D. mort. 27, 5; ἑστάναι Prom. 1.

French (Bailly abrégé)

adv.
sur la pointe du pied.
Étymologie: ἄκρος, πούς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀκροποδητί ἄκρος, πούς adv., op de tenen.

Russian (Dvoretsky)

ἀκροποδητί: adv. на цыпочках (ἑστάναι, βαδίζειν Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροποδητί: ἢ -ῑτί [τῑ], ἐπίρρ. (ποὺς) ἐπὶ ἄκρων τῶν ποδῶν βαίνειν, λάθρᾳ, ἡσύχως, Λουκ. Προμ. ἢ Καύκ. 1, κτλ.

Greek Monolingual

(Α ἀκροποδητὶ και -ιτί)
στις μύτες, στα νύχια τών ποδιών, αθόρυβα, κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + πούς.

Greek Monotonic

ἀκροποδητί: ή -ῑτί, επίρρ. (πούς), στις μύτες, στα νύχια των ποδιών, σε Λουκ.

Middle Liddell

πούς
on tiptoe, Luc.