κλεπτοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />habitude de voler ; fourberie.<br />'''Étymologie:''' [[κλέπτω]].
|btext=ης (ἡ) :<br />habitude de voler ; fourberie.<br />'''Étymologie:''' [[κλέπτω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κλεπτοσύνη -ης, ἡ [κλέπτω] bedriegerij.
}}
{{elru
|elrutext='''κλεπτοσύνη:''' (ῠ) ἡ вороватость, плутни Hom.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κλεπτοσύνη]], ἡ (Α) [[κλέπτης]]<br /><b>1.</b> η [[τέχνη]] της κλοπής και της απάτης<br /><b>2.</b> η [[πανουργία]], ο [[δόλος]], η [[απιστία]] («ὅς ἀνθρώπους [[ἐκέκαστο]] [[κλεπτοσύνη]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).
|mltxt=[[κλεπτοσύνη]], ἡ (Α) [[κλέπτης]]<br /><b>1.</b> η [[τέχνη]] της κλοπής και της απάτης<br /><b>2.</b> η [[πανουργία]], ο [[δόλος]], η [[απιστία]] («ὅς ἀνθρώπους [[ἐκέκαστο]] [[κλεπτοσύνη]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''κλεπτοσύνη:''' (ῠ) ἡ вороватость, плутни Hom.
}}
{{elnl
|elnltext=κλεπτοσύνη -ης, ἡ [κλέπτω] bedriegerij.
}}
}}

Revision as of 11:14, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεπτοσύνη Medium diacritics: κλεπτοσύνη Low diacritics: κλεπτοσύνη Capitals: ΚΛΕΠΤΟΣΥΝΗ
Transliteration A: kleptosýnē Transliteration B: kleptosynē Transliteration C: kleptosyni Beta Code: kleptosu/nh

English (LSJ)

ἡ, thievishness, knavery, Od.19.396, Man.6.207: in Prose, κ. καὶ ἐπιορκία Phld.Piet.37.

German (Pape)

[Seite 1449] ἡ, Kunst zu stehlen u. zu betrügen, übh. List u. Verschlagenheit; von Autolycus ὃς ἀνθρώπους ἐκέκαστο κλεπτοσύνῃ θ' ὅρκῳ τε Od. 19, 396; op. D., wie Han. 6, 207.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
habitude de voler ; fourberie.
Étymologie: κλέπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλεπτοσύνη -ης, ἡ [κλέπτω] bedriegerij.

Russian (Dvoretsky)

κλεπτοσύνη: (ῠ) ἡ вороватость, плутни Hom.

Greek (Liddell-Scott)

κλεπτοσύνη: ἡ, ἡ τέχνη τοῦ κλέπτειν καὶ ἀπατᾶν, δόλος, πανουργία, ἀπιστία, Ὀδ. Τ. 396, Μανέθων 6. 207.

English (Autenrieth)

thieving, trickery, Od. 19.396†.

Greek Monolingual

κλεπτοσύνη, ἡ (Α) κλέπτης
1. η τέχνη της κλοπής και της απάτης
2. η πανουργία, ο δόλος, η απιστία («ὅς ἀνθρώπους ἐκέκαστο κλεπτοσύνη», Ομ. Οδ.).