δημαρχικός: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />de tribun du peuple.<br />'''Étymologie:''' [[δήμαρχος]]. | |btext=ή, όν :<br />de tribun du peuple.<br />'''Étymologie:''' [[δήμαρχος]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δημαρχικός -ή -όν [δημαρχία] [[van de volkstribuun]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δημαρχικός:''' [[принадлежащий народному трибуну]] Plut., Diod. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δημαρχικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει στον δήμαρχο, σε Πλούτ. | |lsmtext='''δημαρχικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει στον δήμαρχο, σε Πλούτ. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, tribunician, δέλτοι Plu.Cat.Mi.40; δημαρχικὴ ἐξουσία = tribunician power, Lat. tribunicia potestas, D.H.6.89, Mon.Anc.Gr.5.18, D.C.54.28: freq. in Inscrr. and Pap., IG3.40, BGU74.3, etc.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): dór. y eol. δαμαρχικός IG 12(2).539 (Ereso I d.C.), SEG 17.809 (Cirene II d.C.)
1 tribunicio, del tribunado de la plebe en Roma δημαρχικαὶ δέλτοι = actas tribunicias, registros del tribunado Plu.Cat.Mi.40, τὸ δημαρχικὸν βάθρον D.C.44.4.2, 53.27.6
•esp. en la expr. δημαρχικὴ ἐξουσία como trad. de lat. tribunicia potestas, potestad tribunicia, Laud.Agripp.1, D.H.2.11, 6.89, D.C.54.28.1, Mon.Anc.Gr.5.18
•esp. frec. en gen. en titulaturas imperiales δημαρχικῆς ἐξουσίας τὸ ὀκτωκαιδέκατον ostentando la potestad tribunicia por decimoctava vez, SIG 780.4 (Astipalea I a.C.), cf. IG 12(2).539 (I d.C.), I.AI 20.11, decr. en Eus.HE 4.13.1, δημαρχικῆς ἐξουσίας ἑπτακαιδέκατον SEG 9.8.1 (Cirene I a.C.), δημαρχικῆς ἐξουσίας τὸ ιδʹ A.Al. en POxy.3020.1.2, cf. IKios 14.3 (I d.C.), PUG 10.2 (I d.C.), IEphesos 266.6 (II d.C.), SEG l.c., 36.987.A.2 (Iasos II d.C.), PAgon.6.9 (II d.C.), BGU 74.3 (II d.C.), OGI 506.5 (Ezanos II d.C.), IAphrodisias 1.19.2 (III d.C.).
2 subst. ὁ δημαρχικός = tribuno de la plebe καταταγέντα εἰς τοὺς δημαρχικούς IGR 3.175.2 (Ancira II d.C.).
German (Pape)
[Seite 561] ή, όν, den Volkstribun betreffend, z. B. ἐξουσία, Dio Cass. 54, 28.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de tribun du peuple.
Étymologie: δήμαρχος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δημαρχικός -ή -όν [δημαρχία] van de volkstribuun.
Russian (Dvoretsky)
δημαρχικός: принадлежащий народному трибуну Plut., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
δημαρχικός: -ή, -όν, ὁ τῷ δημάρχῳ ἀνήκων, Πλούτ. Κάτ. Νεωτ. 40, Δίων Κ. 54. 28· δημαρχικῆς ἐξουσίας, tribunicia potestate, ὡς τίτλος τοῦ αὐτοκράτορος, Συλλ. Ἐπιγρ. 320, 1299, 1305, κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δημαρχικός, -ή, -όν) δήμαρχος
όποιος ανήκει ή αναφέρεται στον δήμαρχο
«δημαρχικά καθήκοντα», «τὰς δημαρχικὰς δέλτους ἀπέσπασε βίᾳ».
Greek Monotonic
δημαρχικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει στον δήμαρχο, σε Πλούτ.