καταχαλκεύω: Difference between revisions
Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=travailler en cuivre <i>ou</i> en airain, garnir de cuivre <i>ou</i> d'airain.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[χαλκεύω]]. | |btext=travailler en cuivre <i>ou</i> en airain, garnir de cuivre <i>ou</i> d'airain.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[χαλκεύω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καταχαλκεύω [κατάχαλκος] van een bronslaag voorzien. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταχαλκεύω:''' [[делать из меди]] (ἀνδριὰς καταχαλκευόμενος Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταχαλκεύω]] (AM)<br />[[κατεργάζομαι]] χαλκό, [[χύνω]] [[κάτι]] σε χαλκό, [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] με χαλκό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>καταχαλκεύομαι</i><br />κατασκευάζομαι («ἐπ' οὐδενὶχρησίμῳ κατεχαλκεύθη», Γρηγ. Νύσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χαλκεύω]] «[[κατασκευάζω]] [[κάτι]] από χαλκό»]. | |mltxt=[[καταχαλκεύω]] (AM)<br />[[κατεργάζομαι]] χαλκό, [[χύνω]] [[κάτι]] σε χαλκό, [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] με χαλκό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>καταχαλκεύομαι</i><br />κατασκευάζομαι («ἐπ' οὐδενὶχρησίμῳ κατεχαλκεύθη», Γρηγ. Νύσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χαλκεύω]] «[[κατασκευάζω]] [[κάτι]] από χαλκό»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:15, 3 October 2022
English (LSJ)
work or mould in bronze, ἀνδριὰς καταχαλκευόμενος Plu.2.559d; ὅπως μὴ καταχαλκεύοιτο that [the coin] might not be worked up, Id.Lys.17.
French (Bailly abrégé)
travailler en cuivre ou en airain, garnir de cuivre ou d'airain.
Étymologie: κατά, χαλκεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταχαλκεύω [κατάχαλκος] van een bronslaag voorzien.
Russian (Dvoretsky)
καταχαλκεύω: делать из меди (ἀνδριὰς καταχαλκευόμενος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
καταχᾰλκεύω: ἐργάζομαι ἢ ἀποτυπώνω εἰς χαλκόν, ἀνδριὰς καταχαλκευόμενος (Reisk. -χωνευόμενος) Πλούτ. 2. 559D· ὅπως μὴ καταχαλκεύοιτο (Δινδ. μεταχαλκ-), ἵνα μὴ (τὸ σιδηροῦν νόμισμα) χρησιμοποιῆται ὡς μέταλλον, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 17·- μεταφορ., εἰ δέ τις ἐπ’ οὐδενὶ χρησίμῳ κατεχαλκεύθη, κατεσκευάσθη, Γρηγ. Νύσσ. 2. σ. 770.
Greek Monolingual
καταχαλκεύω (AM)
κατεργάζομαι χαλκό, χύνω κάτι σε χαλκό, κατασκευάζω κάτι με χαλκό
αρχ.
παθ. καταχαλκεύομαι
κατασκευάζομαι («ἐπ' οὐδενὶχρησίμῳ κατεχαλκεύθη», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χαλκεύω «κατασκευάζω κάτι από χαλκό»].