κοπρώδης: Difference between revisions

From LSJ

ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1483.png Seite 1483]] ες, = [[κοπριώδης]], Hippocr.; übh. schmutzig, Plat. Theaet. 194 e; Arist. part. an. 3, 14.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1483.png Seite 1483]] ες, = [[κοπριώδης]], Hippocr.; übh. schmutzig, Plat. Theaet. 194 e; Arist. part. an. 3, 14.
}}
{{elnl
|elnltext=κοπρώδης -ες [κόπρος, εἶδος] op mest lijkend, vuil.
}}
{{elru
|elrutext='''κοπρώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[приобретший вид помета]], [[превратившийся в кал]] ([[τροφή]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[грязный]], [[нечистый]] ([[κηρός]] Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (ΑM [[κοπρώδης]], -ῶδες) [[κόπρος]] (Ι)]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με κόπρο («τροφὴν κοπρώδη καὶ ἐξικμασμένην», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] με κόπρο, [[βρόμικος]], [[ρυπαρός]], [[ακάθαρτος]].
|mltxt=-ες (ΑM [[κοπρώδης]], -ῶδες) [[κόπρος]] (Ι)]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με κόπρο («τροφὴν κοπρώδη καὶ ἐξικμασμένην», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] με κόπρο, [[βρόμικος]], [[ρυπαρός]], [[ακάθαρτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''κοπρώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[приобретший вид помета]], [[превратившийся в кал]] ([[τροφή]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[грязный]], [[нечистый]] ([[κηρός]] Plat.).
}}
{{elnl
|elnltext=κοπρώδης -ες [κόπρος, εἶδος] op mest lijkend, vuil.
}}
}}

Revision as of 11:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπρώδης Medium diacritics: κοπρώδης Low diacritics: κοπρώδης Capitals: ΚΟΠΡΩΔΗΣ
Transliteration A: koprṓdēs Transliteration B: koprōdēs Transliteration C: koprodis Beta Code: koprw/dhs

English (LSJ)

ες, A like dung, Hp.Prorrh.1.146, Arist.PA675b30; faecal, Aret.CA1.2. 2 generally, dirty, impure, Pl.Tht.191c (Comp.), 194e.

German (Pape)

[Seite 1483] ες, = κοπριώδης, Hippocr.; übh. schmutzig, Plat. Theaet. 194 e; Arist. part. an. 3, 14.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοπρώδης -ες [κόπρος, εἶδος] op mest lijkend, vuil.

Russian (Dvoretsky)

κοπρώδης:
1) приобретший вид помета, превратившийся в кал (τροφή Arst.);
2) грязный, нечистый (κηρός Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

κοπρώδης: -ες, (εἶδος), ὅμοιος πρὸς κόπρον, πλήρης περιττωμάτων, Ἱππ. Προρρ. 80, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 24. 2) καθόλου, ῥυπαρός, ἀκάθαρτος, Πλάτ. Θεαίτ. 191C, 194Ε· ― πρβλ. κοπριώδης.

Greek Monolingual

-ες (ΑM κοπρώδης, -ῶδες) κόπρος (Ι)]
1. αυτός που μοιάζει με κόπρο («τροφὴν κοπρώδη καὶ ἐξικμασμένην», Αριστοτ.)
2. γεμάτος με κόπρο, βρόμικος, ρυπαρός, ακάθαρτος.