τρίγαμος: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1141.png Seite 1141]] dreifach, dreimal verheirathet; Stesichor. 74 von der Helena; [[γυνή]] Theocr. 12, 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1141.png Seite 1141]] dreifach, dreimal verheirathet; Stesichor. 74 von der Helena; [[γυνή]] Theocr. 12, 5.
}}
{{elnl
|elnltext=τρίγαμος -ον [τρι -, γάμος] driemaal getrouwd.
}}
{{elru
|elrutext='''τρίγᾰμος:''' (ῐ) трижды вступивший в брак ([[γυνή]] Theocr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τρίγαμος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει συνάψει τρίτο γάμο [[μετά]] από τη [[διάλυση]] τών δύο προηγούμενων<br /><b>2.</b> αυτός που έχει παντρευθεί [[τρεις]] συζύγους συγχρόνως<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει νυμφευθεί [[τρεις]] φορές («ὅσον παρθενικὴ προφέρει τριγάμοιο γυναικός», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γάμος]] (<b>πρβλ.</b> [[δίγαμος]])].
|mltxt=-η, -ο / [[τρίγαμος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει συνάψει τρίτο γάμο [[μετά]] από τη [[διάλυση]] τών δύο προηγούμενων<br /><b>2.</b> αυτός που έχει παντρευθεί [[τρεις]] συζύγους συγχρόνως<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει νυμφευθεί [[τρεις]] φορές («ὅσον παρθενικὴ προφέρει τριγάμοιο γυναικός», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γάμος]] (<b>πρβλ.</b> [[δίγαμος]])].
}}
{{elru
|elrutext='''τρίγᾰμος:''' (ῐ) трижды вступивший в брак ([[γυνή]] Theocr.).
}}
{{elnl
|elnltext=τρίγαμος -ον [τρι -, γάμος] driemaal getrouwd.
}}
}}

Revision as of 11:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίγᾰμος Medium diacritics: τρίγαμος Low diacritics: τρίγαμος Capitals: ΤΡΙΓΑΜΟΣ
Transliteration A: trígamos Transliteration B: trigamos Transliteration C: trigamos Beta Code: tri/gamos

English (LSJ)

[ῐ], ον, thrice-married, with allusion to Helen, Stesich. 26, cf. Theoc.12.5.

German (Pape)

[Seite 1141] dreifach, dreimal verheirathet; Stesichor. 74 von der Helena; γυνή Theocr. 12, 5.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίγαμος -ον [τρι -, γάμος] driemaal getrouwd.

Russian (Dvoretsky)

τρίγᾰμος: (ῐ) трижды вступивший в брак (γυνή Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

τρίγᾰμος: -ον, ἡ τρὶς εἰς γάμον ἐλθοῦσα, ἐπὶ τῆς Ἑλένης, Στησίχ. 74· ὅσον παρθενικὴ προσφέρει τριγάμοιο γυναικὸς Θεόκρ. 12. 5.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίγαμος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. αυτός που έχει συνάψει τρίτο γάμο μετά από τη διάλυση τών δύο προηγούμενων
2. αυτός που έχει παντρευθεί τρεις συζύγους συγχρόνως
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει νυμφευθεί τρεις φορές («ὅσον παρθενικὴ προφέρει τριγάμοιο γυναικός», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + γάμος (πρβλ. δίγαμος)].