σποδοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0923.png Seite 923]] aschartig, -farbig, grau oder isabellfarben, Arist. H. A. 8, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0923.png Seite 923]] aschartig, -farbig, grau oder isabellfarben, Arist. H. A. 8, 3.
}}
{{elnl
|elnltext=σποδοειδής -ές [σποδός, εἶδος] lijkend op as, asachtig.
}}
{{elru
|elrutext='''σποδοειδής:''' [[пепельный]] (τὸ [[χρῶμα]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />όμοιος με την σποδό ως [[προς]] το [[χρώμα]], [[σταχτής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[σποδοειδής]]<br /><b>(ορυκτ.)</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] του σποδουμένου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σποδός]] «[[στάχτη]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />όμοιος με την σποδό ως [[προς]] το [[χρώμα]], [[σταχτής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[σποδοειδής]]<br /><b>(ορυκτ.)</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] του σποδουμένου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σποδός]] «[[στάχτη]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''σποδοειδής:''' [[пепельный]] (τὸ [[χρῶμα]] Arst.).
}}
{{elnl
|elnltext=σποδοειδής -ές [σποδός, εἶδος] lijkend op as, asachtig.
}}
}}

Revision as of 11:29, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σποδοειδής Medium diacritics: σποδοειδής Low diacritics: σποδοειδής Capitals: ΣΠΟΔΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: spodoeidḗs Transliteration B: spodoeidēs Transliteration C: spodoeidis Beta Code: spodoeidh/s

English (LSJ)

ές, ashy, ash-coloured, Hp.Epid.7.92, Arist.HA592b6, 617b4, LXX Ge.30.39, al.

German (Pape)

[Seite 923] aschartig, -farbig, grau oder isabellfarben, Arist. H. A. 8, 3.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σποδοειδής -ές [σποδός, εἶδος] lijkend op as, asachtig.

Russian (Dvoretsky)

σποδοειδής: пепельный (τὸ χρῶμα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

σποδοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς τέφραν, τεφρόχρους, ὡς τὸ σπόδιος, Ἱππ. 1221Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 2., 9. 22, 2· - οὕτω σποδιώδης, ες, Ἐρωτιαν.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
όμοιος με την σποδό ως προς το χρώμα, σταχτής
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο σποδοειδής
(ορυκτ.) άλλη ονομασία του σποδουμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σποδός «στάχτη» + -ειδής].