λεοντόπους: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> -όποδος<br />qui a des pieds de lion.<br />'''Étymologie:''' [[λέων]], [[πούς]].
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> -όποδος<br />qui a des pieds de lion.<br />'''Étymologie:''' [[λέων]], [[πούς]].
}}
{{elru
|elrutext='''λεοντόπους:''' 2, gen. ποδος с львиными лапами Eur.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λεοντόπους]], -ουν (Α)<br />αυτός που έχει πόδια λιονταριού ή πόδια που μοιάζουν με του λιονταριού.
|mltxt=[[λεοντόπους]], -ουν (Α)<br />αυτός που έχει πόδια λιονταριού ή πόδια που μοιάζουν με του λιονταριού.
}}
{{elru
|elrutext='''λεοντόπους:''' 2, gen. ποδος с львиными лапами Eur.
}}
}}

Revision as of 12:18, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεοντόπους Medium diacritics: λεοντόπους Low diacritics: λεοντόπους Capitals: ΛΕΟΝΤΟΠΟΥΣ
Transliteration A: leontópous Transliteration B: leontopous Transliteration C: leontopous Beta Code: leonto/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, lion-footed, E.Fr. 540; of vessels, IG11(2).161 B 10, C 55, al. (Delos, iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 29] -πουν, gen. -ποδος, löwenfüßig, Eur. frg. bei Ath. XV, 701 c; vgl. Ael. H. A. 12, 7.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. -όποδος
qui a des pieds de lion.
Étymologie: λέων, πούς.

Russian (Dvoretsky)

λεοντόπους: 2, gen. ποδος с львиными лапами Eur.

Greek (Liddell-Scott)

λεοντόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ἔχων πόδας λέοντος, Εὐριπ. Ἀποσπ. 544.

Greek Monolingual

λεοντόπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει πόδια λιονταριού ή πόδια που μοιάζουν με του λιονταριού.