κακόμετρος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐστι σῴζειν οἰκίαν → Salvam domum praestare matrona est probae → Die brave Frau erhält, wie's ihre Pflicht, das Haus

Menander, Monostichoi, 84
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />mal mesuré.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[μέτρον]].
|btext=ος, ον :<br />mal mesuré.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[μέτρον]].
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκόμετρος:''' [[плохо отмеренный]] ([[στίχος]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακόμετρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ([[μετρική]]) ο [[στίχος]] που έχει [[κακό]] [[μέτρο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> ([[μετρική]]) <i>τὸ κακόμετρον</i><br />το εσφαλμένο [[μέτρο]], η [[κακομετρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μετρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]]), [[πρβλ]]. [[μονόμετρος]], [[ομοιόμετρος]]].
|mltxt=[[κακόμετρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ([[μετρική]]) ο [[στίχος]] που έχει [[κακό]] [[μέτρο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> ([[μετρική]]) <i>τὸ κακόμετρον</i><br />το εσφαλμένο [[μέτρο]], η [[κακομετρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μετρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]]), [[πρβλ]]. [[μονόμετρος]], [[ομοιόμετρος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκόμετρος:''' [[плохо отмеренный]] ([[στίχος]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 12:18, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόμετρος Medium diacritics: κακόμετρος Low diacritics: κακόμετρος Capitals: ΚΑΚΟΜΕΤΡΟΣ
Transliteration A: kakómetros Transliteration B: kakometros Transliteration C: kakometros Beta Code: kako/metros

English (LSJ)

ον, in bad metre, unmetrical, Plu.2.747f, etc.; τὸ κ. Phld.Po.Herc.1676.8.

German (Pape)

[Seite 1301] schlecht, falsch gemessen; στίχοι Schol. Il. 22, 379; τοῖς ἄγαν πεζοῖς καὶ κακομέτροις Plut. Symp. 9, 15, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mal mesuré.
Étymologie: κακός, μέτρον.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόμετρος: плохо отмеренный (στίχος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κακόμετρος: -ον, ἐν τῇ μετρικῇ ἐπὶ στίχου, ἔχων κακὸν μέτρον, Πλούτ. 2. 747F, κλ.

Greek Monolingual

κακόμετρος, -ον (Α)
1. (μετρική) ο στίχος που έχει κακό μέτρο
2. το ουδ. ως ουσ. (μετρική) τὸ κακόμετρον
το εσφαλμένο μέτρο, η κακομετρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -μετρος (< μέτρον), πρβλ. μονόμετρος, ομοιόμετρος].