κονιστικός: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1481.png Seite 1481]] [[ὄρνις]], ein Vogel, der sich gern im Sande badet, Arist. H. A. 9, 49.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1481.png Seite 1481]] [[ὄρνις]], ein Vogel, der sich gern im Sande badet, Arist. H. A. 9, 49.
}}
{{elru
|elrutext='''κονιστικός:''' [[любящий валяться]] (кататься) в песке ([[ὄρνις]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κονιστικός]], -ή, όν (Α) [[κονίω]]<br />(για πτηνά) αυτός που του αρέσει να κυλιέται ή να κάθεται στη [[σκόνη]].
|mltxt=[[κονιστικός]], -ή, όν (Α) [[κονίω]]<br />(για πτηνά) αυτός που του αρέσει να κυλιέται ή να κάθεται στη [[σκόνη]].
}}
{{elru
|elrutext='''κονιστικός:''' [[любящий валяться]] (кататься) в песке ([[ὄρνις]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 12:18, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονῑστικός Medium diacritics: κονιστικός Low diacritics: κονιστικός Capitals: ΚΟΝΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: konistikós Transliteration B: konistikos Transliteration C: konistikos Beta Code: konistiko/s

English (LSJ)

ή, όν, liking to roll in the dust, of birds, opp. λοῦσται, Arist.HA633a29.

German (Pape)

[Seite 1481] ὄρνις, ein Vogel, der sich gern im Sande badet, Arist. H. A. 9, 49.

Russian (Dvoretsky)

κονιστικός: любящий валяться (кататься) в песке (ὄρνις Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

κονιστικός: -ή, -όν, εὐαρεστούμενος νὰ κυλίηται ἢ κάθηται ἐν τῇ κόνει, ἐπὶ πτηνῶν, ἀντίθετ. τῷ λοῦσται, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 10.

Greek Monolingual

κονιστικός, -ή, όν (Α) κονίω
(για πτηνά) αυτός που του αρέσει να κυλιέται ή να κάθεται στη σκόνη.