Λητογενής: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦς (ὁ) :<br />né de Latone.<br />'''Étymologie:''' [[Λητώ]], [[γένος]].
|btext=οῦς (ὁ) :<br />né de Latone.<br />'''Étymologie:''' [[Λητώ]], [[γένος]].
}}
{{elru
|elrutext='''Λητογενής:''' дор. Λᾱτογενής, οῦς ὁ Летоген, «[[Рожденный богиней Лето]]», т. е. Аполлон Eur., Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Λητογενής:''' Δωρ. Λᾱτογενής, -ές ([[γίγνομαι]]), αυτός που γεννήθηκε από τη [[Λητώ]], επίθ. του Απόλλωνα και της Άρτεμης, σε Ευρ.· ανώμ. θηλ., Λᾶτογένεια, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''Λητογενής:''' Δωρ. Λᾱτογενής, -ές ([[γίγνομαι]]), αυτός που γεννήθηκε από τη [[Λητώ]], επίθ. του Απόλλωνα και της Άρτεμης, σε Ευρ.· ανώμ. θηλ., Λᾶτογένεια, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''Λητογενής:''' дор. Λᾱτογενής, οῦς ὁ Летоген, «[[Рожденный богиней Лето]]», т. е. Аполлон Eur., Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Λητο-γενής, δοριξ Λᾱτο-γενής, ές [[γίγνομαι]]<br />[[born]] of [[Leto]], [[epithet]] of [[Apollo]] and [[Artemis]], Eur.: pecul. fem. [[Λατογένεια]], Aesch.
|mdlsjtxt=Λητο-γενής, δοριξ Λᾱτο-γενής, ές [[γίγνομαι]]<br />[[born]] of [[Leto]], [[epithet]] of [[Apollo]] and [[Artemis]], Eur.: pecul. fem. [[Λατογένεια]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 12:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Λητογενής Medium diacritics: Λητογενής Low diacritics: Λητογενής Capitals: ΛΗΤΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: Lētogenḗs Transliteration B: Lētogenēs Transliteration C: Litogenis Beta Code: *lhtogenh/s

English (LSJ)

Dor. Λᾱτ-, ές, born of Leto, epithet of Apollo and Artemis, E.Ion465 (lyr.), AP9.525.12:—fem. Λᾱτογένεια, A.Th.148 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

οῦς (ὁ) :
né de Latone.
Étymologie: Λητώ, γένος.

Russian (Dvoretsky)

Λητογενής: дор. Λᾱτογενής, οῦς ὁ Летоген, «Рожденный богиней Лето», т. е. Аполлон Eur., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

Λητογενής: Δωρ. Λᾱτ-, ές, γεννηθεὶς ἐκ τῆς Λητοῦς ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Εὐρ. Ἴων 465, Ἀνθ. Π. 9. 525· ἀνώμαλ. θηλ. Λατογένεια, Αἰσχύλ. Θήβ. 148.

Greek Monolingual

Λητογενής, δωρ. τ. Λατογενής, -ές, θηλ. και Λατογένεια (Α)
(ως επίθ. του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος) αυτός που γεννήθηκε από τη Λητώ («ὦ Λατογένεια κούρα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Λητώ + -γενής (< γένος), πρβλ. θεο-γενής, μονο-γενής].

Greek Monotonic

Λητογενής: Δωρ. Λᾱτογενής, -ές (γίγνομαι), αυτός που γεννήθηκε από τη Λητώ, επίθ. του Απόλλωνα και της Άρτεμης, σε Ευρ.· ανώμ. θηλ., Λᾶτογένεια, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

Λητο-γενής, δοριξ Λᾱτο-γενής, ές γίγνομαι
born of Leto, epithet of Apollo and Artemis, Eur.: pecul. fem. Λατογένεια, Aesch.