Μεγαρεύς: Difference between revisions
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=έως;<br /><i>adj. m.</i><br />de Mégare, Mégarien.<br />'''Étymologie:''' [[Μέγαρα]]. | |btext=έως;<br /><i>adj. m.</i><br />de Mégare, Mégarien.<br />'''Étymologie:''' [[Μέγαρα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Μεγᾰρεύς:''' έως ὁ (pl. Μεγαρεῖς, Μεγαρῆς, эп.-ион. Μεγαρέες, Μεγαρῆες и Μεγαρῇς) житель или уроженец Мегары Her., Xen., Thuc. etc.<br />έως ὁ Мегарей (сын Креонта) Aesch., Soph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Μεγᾰρεύς:''' -έως, ὁ, [[πολίτης]] των Μεγάρων, πληθ. <i>Μεγαρεῖς</i> ή <i>-ῆς</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ. | |lsmtext='''Μεγᾰρεύς:''' -έως, ὁ, [[πολίτης]] των Μεγάρων, πληθ. <i>Μεγαρεῖς</i> ή <i>-ῆς</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=Μεγᾰρεύς, έως, [from [[Μέγαράδε]]<br />a [[citizen]] of [[Megara]], pl. Μεγαρεῖς or -ῆς, Hdt., etc. | |mdlsjtxt=Μεγᾰρεύς, έως, [from [[Μέγαράδε]]<br />a [[citizen]] of [[Megara]], pl. Μεγαρεῖς or -ῆς, Hdt., etc. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 3 October 2022
English (LSJ)
έως, ὁ, citizen of Megara, Thgn.23, etc.: pl. Μεγαρέες, -εῖς, -ῆς, Hdt.1.59, etc.: prov., Μεγαρέων δάκρυα 'crocodile's tears' (because of the quantity of onions grown near Megara), Zen.5.8.
French (Bailly abrégé)
έως;
adj. m.
de Mégare, Mégarien.
Étymologie: Μέγαρα.
Russian (Dvoretsky)
Μεγᾰρεύς: έως ὁ (pl. Μεγαρεῖς, Μεγαρῆς, эп.-ион. Μεγαρέες, Μεγαρῆες и Μεγαρῇς) житель или уроженец Мегары Her., Xen., Thuc. etc.
έως ὁ Мегарей (сын Креонта) Aesch., Soph.
Greek (Liddell-Scott)
Μεγᾰρεύς: έως, ὁ, πολίτης ἢ κάτοικος τῶν Μεγάρων, Θέογν. 23, κτλ.· πλ. Μεγαρεῖς ἢ -ῆς, Ἡρόδ., παροιμ., Μεγαρέων δάκρυα, «κροκοδείλου δάκρυα», (ἕνεκα τῆς ἀφθονίας κρομμύων φυομένων παρὰ τὰ Μέγαρα), Παροιμιογρ.· Μεγαρεῖς δὲ φεῦγε πάντας· εἰσὶ γὰρ πικροὶ Ἀνθολ. Παλ. 11. 440.
Greek Monolingual
ο, θηλ. Μεγαρίς και Μεγαρίδα (Α Μεγαρεύς, θηλ. Μεγαρίς) Μέγαρα
1. ο κάτοικος τών Μεγάρων ή αυτός που κατάγεται από τα Μέγαρα
αρχ.
παροιμ. «Μεγαρέων δάκρυα» — ψεύτικα δάκρυα, κροκοδείλια δάκρυα.
Greek Monotonic
Μεγᾰρεύς: -έως, ὁ, πολίτης των Μεγάρων, πληθ. Μεγαρεῖς ή -ῆς, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Middle Liddell
Μεγᾰρεύς, έως, [from Μέγαράδε
a citizen of Megara, pl. Μεγαρεῖς or -ῆς, Hdt., etc.