αἱρετέος: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />qu’on peut saisir par l'intelligence.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[αἱρέω]]. | |btext=α, ον :<br />qu’on peut saisir par l'intelligence.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[αἱρέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἱρετέος:''' [[достойный быть избранным]] (μαθήματα Xen.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἱρετέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[αἱρέω]],<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να κυριευθεί ή να προτιμηθεί, ο [[επιθυμητός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>αἱρετέον</i>, αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να εκλέξει, να επιλέξει, σε Πλάτ. | |lsmtext='''αἱρετέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[αἱρέω]],<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να κυριευθεί ή να προτιμηθεί, ο [[επιθυμητός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>αἱρετέον</i>, αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να εκλέξει, να επιλέξει, σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=verb. adj. of [[αἱρέω]],]<br /><b class="num">I.</b> to be taken, [[desirable]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> αἱρετέον, one must [[choose]], Plat. | |mdlsjtxt=verb. adj. of [[αἱρέω]],]<br /><b class="num">I.</b> to be taken, [[desirable]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> αἱρετέον, one must [[choose]], Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 3 October 2022
English (LSJ)
α, ον, A to be chosen, ὠφελήματα, opp. αἱρετὰ ἀγαθά, Chrysipp.Stoic.3.22, 61,al. II αἱρετέον, one must choose, Pl.Grg. 499e, Phld.Rh.1.287S., etc.
Spanish (DGE)
-α, -ον
que debe ser elegido ὠφελήματα Chrysipp.Stoic.3.22.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qu’on peut saisir par l'intelligence.
Étymologie: adj. verb. de αἱρέω.
Russian (Dvoretsky)
αἱρετέος: достойный быть избранным (μαθήματα Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
αἱρετέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. ὃν πρέπει νὰ κυριεύσῃ, ἢ νὰ προτιμήσῃ τις, ὁ ἐπιθυμητός, Ξεν. Ἀπομ. 1. 1, 7, καὶ ἀλλ. ΙΙ. αἱρετέον, πρέπει τις νὰ ἐκλέξῃ, Πλάτ. Γοργ. 499Ε, καὶ ἀλλ.
Greek Monotonic
αἱρετέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του αἱρέω,
I. αυτός που πρέπει να κυριευθεί ή να προτιμηθεί, ο επιθυμητός, σε Ξεν.
II. αἱρετέον, αυτό που πρέπει κάποιος να εκλέξει, να επιλέξει, σε Πλάτ.
Middle Liddell
verb. adj. of αἱρέω,]
I. to be taken, desirable, Xen.
II. αἱρετέον, one must choose, Plat.