αὐτόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui parle lui-même.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[φωνή]].
|btext=ος, ον :<br />qui parle lui-même.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[φωνή]].
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτόφωνος:''' [[лично произносимый]]: αὐτόφωνοι χρησμοί Luc. прорицания самих богов.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐτόφωνος:''' -ον ([[φωνή]]), αυτός που ηχεί από [[μόνος]] του, χρησμὸς [[αὐτόφωνος]], [[χρησμός]] που τον έστειλε ο [[ίδιος]] ο [[θεός]], σε Λουκ.
|lsmtext='''αὐτόφωνος:''' -ον ([[φωνή]]), αυτός που ηχεί από [[μόνος]] του, χρησμὸς [[αὐτόφωνος]], [[χρησμός]] που τον έστειλε ο [[ίδιος]] ο [[θεός]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτόφωνος:''' [[лично произносимый]]: αὐτόφωνοι χρησμοί Luc. прорицания самих богов.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φωνή]]<br />[[self]]-[[sounding]], χρησμὸς αὐτ. an [[oracle]] delivered by the god [[himself]], Luc.
|mdlsjtxt=[[φωνή]]<br />[[self]]-[[sounding]], χρησμὸς αὐτ. an [[oracle]] delivered by the god [[himself]], Luc.
}}
}}

Revision as of 12:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόφωνος Medium diacritics: αὐτόφωνος Low diacritics: αυτόφωνος Capitals: ΑΥΤΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: autóphōnos Transliteration B: autophōnos Transliteration C: aftofonos Beta Code: au)to/fwnos

English (LSJ)

ον, self-sounding, χρησμὸς αὐ. an oracle delivered by the god himself, Luc.Alex.26.

Spanish (DGE)

-ον
1 αὐ. χρησμός oráculo pronunciado por el mismo dios sin mediación, Luc.Alex.26.
2 adv. -ως con su propia boca Basil.M.31.324C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parle lui-même.
Étymologie: αὐτός, φωνή.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόφωνος: лично произносимый: αὐτόφωνοι χρησμοί Luc. прорицания самих богов.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόφωνος: -ον, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ ἠχῶν, χρησμὸς αὐτ., ὃν αὐτὸς ὁ θεὸς ἀπήγγειλε, Λουκ. Ἀλέξ. 26. ― Ἐπίρρ. -νως Βασίλ.

Greek Monolingual

αὐτόφωνος, -ον (Α) φωνή
Ι. (φρ. «χρησμὸς αὐτόφωνος» — χρησμός που τον απαγγέλλει ο ίδιος ο θεός

Greek Monotonic

αὐτόφωνος: -ον (φωνή), αυτός που ηχεί από μόνος του, χρησμὸς αὐτόφωνος, χρησμός που τον έστειλε ο ίδιος ο θεός, σε Λουκ.

Middle Liddell

φωνή
self-sounding, χρησμὸς αὐτ. an oracle delivered by the god himself, Luc.