διαφυλακτικός: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à conserver, gén..<br />'''Étymologie:''' [[διαφυλάσσω]].
|btext=ή, όν :<br />propre à conserver, gén..<br />'''Étymologie:''' [[διαφυλάσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''διαφῠλακτικός:''' [[предохраняющий]], [[оберегающий]], [[ограждающий]] ([[ἕξις]] διαφυλακτικὴ λογισμῶν ὀρθῶν Plat.; [[θεός]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α -ός, -ή, -όν)<br />ο [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] για [[διαφύλαξη]].
|mltxt=-ή, -ό (Α -ός, -ή, -όν)<br />ο [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] για [[διαφύλαξη]].
}}
{{elru
|elrutext='''διαφῠλακτικός:''' [[предохраняющий]], [[оберегающий]], [[ограждающий]] ([[ἕξις]] διαφυλακτικὴ λογισμῶν ὀρθῶν Plat.; [[θεός]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 12:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφῠλακτικός Medium diacritics: διαφυλακτικός Low diacritics: διαφυλακτικός Capitals: ΔΙΑΦΥΛΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diaphylaktikós Transliteration B: diaphylaktikos Transliteration C: diafylaktikos Beta Code: diafulaktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, fit for preserving, ἕξις Pl.Def.412a, cf. Plu.2.276a; τριχῶν Crito ap.Gal.12.438.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que guarda, que preserva c. gen. obj. ἀνδρεία· ... ἕξις δ. λογισμῶν ὀρθῶν ἐν κινδύνοις Pl.Def.412a, διαφυλακτικόν ἐστι τοῦ ἱδρῶτος Arist.Pr.867b17, de un tónico δ. τριχῶν Crit.Hist. en Gal.12.438
que protege de la diosa Hora δ. καὶ φροντιστική Plu.2.276a.

German (Pape)

[Seite 612] bewahrend, erhaltend; τινός, Plat. Defin. 412 a; Plut.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à conserver, gén..
Étymologie: διαφυλάσσω.

Russian (Dvoretsky)

διαφῠλακτικός: предохраняющий, оберегающий, ограждающий (ἕξις διαφυλακτικὴ λογισμῶν ὀρθῶν Plat.; θεός Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

διαφῠλακτικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς τὸ διαφυλάττειν, Ὅρ. Πλάτ. 412Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α -ός, -ή, -όν)
ο ικανός ή κατάλληλος για διαφύλαξη.