δίθηκτος: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à deux tranchants.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[θηκτός]].
|btext=ος, ον :<br />à deux tranchants.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[θηκτός]].
}}
{{elru
|elrutext='''δίθηκτος:''' [[обоюдоострый]] ([[ξίφος]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δίθηκτος:''' -ον, αυτός που έχει [[δύο]] κόψεις, [[δίκοπος]], [[δίστομος]], [[ξίφος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δίθηκτος:''' -ον, αυτός που έχει [[δύο]] κόψεις, [[δίκοπος]], [[δίστομος]], [[ξίφος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δίθηκτος:''' [[обоюдоострый]] ([[ξίφος]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δί-θηκτος, ον <i>adj</i><br />two-[[edged]], [[ξίφος]] Aesch.
|mdlsjtxt=δί-θηκτος, ον <i>adj</i><br />two-[[edged]], [[ξίφος]] Aesch.
}}
}}

Revision as of 12:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐθηκτος Medium diacritics: δίθηκτος Low diacritics: δίθηκτος Capitals: ΔΙΘΗΚΤΟΣ
Transliteration A: díthēktos Transliteration B: dithēktos Transliteration C: dithiktos Beta Code: di/qhktos

English (LSJ)

ον, two-edged, ξίφος A.Pr.863.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
de doble filo ξίφος A.Pr.863.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux tranchants.
Étymologie: δίς, θηκτός.

Russian (Dvoretsky)

δίθηκτος: обоюдоострый (ξίφος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

δίθηκτος: -ον, δίκοπος, δίστομος, ξίφος Αἰσχύλ. Πρ. 863.

Greek Monolingual

δίθηκτος, -ον (Α)
(για ξίφος) δίκοπος, δίστομος.

Greek Monotonic

δίθηκτος: -ον, αυτός που έχει δύο κόψεις, δίκοπος, δίστομος, ξίφος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δί-θηκτος, ον adj
two-edged, ξίφος Aesch.