διασκηνάω: Difference between revisions
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
(1a) |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> [[διασκηνέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διασκηνάω:''' = [[διασκηνέω]]. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διασκηνάω''': ἢ -έω, πηγνύω σκηνὰς εἰς διάφορα μέρη καὶ κατασκηνῶ, δ. εἰς ἢ κατὰ τόπον Ξεν. Ἀν. 4. 4, 8, καὶ 5, 29· πρβλ. ἑξ. ΙΙ. [[ἀπέρχομαι]] ἐκ τῆς σκηνῆς, [[καταλείπω]] τὴν σκηνήν, ἀντίθ. συσκηνῶ, ὁ αὐτ. Κύρ. 3. 1, 38, πρβλ. Ἑλλ. 4. 8, 18. | |lstext='''διασκηνάω''': ἢ -έω, πηγνύω σκηνὰς εἰς διάφορα μέρη καὶ κατασκηνῶ, δ. εἰς ἢ κατὰ τόπον Ξεν. Ἀν. 4. 4, 8, καὶ 5, 29· πρβλ. ἑξ. ΙΙ. [[ἀπέρχομαι]] ἐκ τῆς σκηνῆς, [[καταλείπω]] τὴν σκηνήν, ἀντίθ. συσκηνῶ, ὁ αὐτ. Κύρ. 3. 1, 38, πρβλ. Ἑλλ. 4. 8, 18. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διασκηνάω:''' ή -έω, μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> διασκορπίζομαι [[ολόγυρα]] και εγκαθίσταμαι σε σκηνές (<i>σκηναί</i>), [[κατασκηνώνω]], [[καταλύω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[αποχωρώ]] από τη [[σκηνή]] του συντρόφου, στον ίδ. | |lsmtext='''διασκηνάω:''' ή -έω, μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> διασκορπίζομαι [[ολόγυρα]] και εγκαθίσταμαι σε σκηνές (<i>σκηναί</i>), [[κατασκηνώνω]], [[καταλύω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[αποχωρώ]] από τη [[σκηνή]] του συντρόφου, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=or -έω fut. ήσω<br /><b class="num">I.</b> to [[disperse]] and [[retire]] [[each]] to his [[quarters]] (σκηναί), to [[take]] up one's [[quarters]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> to [[leave]] a [[comrade]]'s [[tent]], Xen. | |mdlsjtxt=or -έω fut. ήσω<br /><b class="num">I.</b> to [[disperse]] and [[retire]] [[each]] to his [[quarters]] (σκηναί), to [[take]] up one's [[quarters]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> to [[leave]] a [[comrade]]'s [[tent]], Xen. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:48, 3 October 2022
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. διασκηνέω.
Russian (Dvoretsky)
διασκηνάω: = διασκηνέω.
Greek (Liddell-Scott)
διασκηνάω: ἢ -έω, πηγνύω σκηνὰς εἰς διάφορα μέρη καὶ κατασκηνῶ, δ. εἰς ἢ κατὰ τόπον Ξεν. Ἀν. 4. 4, 8, καὶ 5, 29· πρβλ. ἑξ. ΙΙ. ἀπέρχομαι ἐκ τῆς σκηνῆς, καταλείπω τὴν σκηνήν, ἀντίθ. συσκηνῶ, ὁ αὐτ. Κύρ. 3. 1, 38, πρβλ. Ἑλλ. 4. 8, 18.
Greek Monotonic
διασκηνάω: ή -έω, μέλ. -ήσω,
I. διασκορπίζομαι ολόγυρα και εγκαθίσταμαι σε σκηνές (σκηναί), κατασκηνώνω, καταλύω, σε Ξεν.
II. αποχωρώ από τη σκηνή του συντρόφου, στον ίδ.
Middle Liddell
or -έω fut. ήσω
I. to disperse and retire each to his quarters (σκηναί), to take up one's quarters, Xen.
II. to leave a comrade's tent, Xen.