δοριπτοίητος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />frappé d'un coup de lance.<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[πτοιέω]].
|btext=ος, ον :<br />frappé d'un coup de lance.<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[πτοιέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δοριπτοίητος:''' [[разбросанный копьем]] (νεκρῶν ὀστέα Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δοριπτοίητος:''' -ον ([[πτοιέω]]), αυτός που διαλύεται, διασκορπίζεται από το [[δόρυ]], τρομάζει απ' τη [[μάχη]], σε Ανθ.
|lsmtext='''δοριπτοίητος:''' -ον ([[πτοιέω]]), αυτός που διαλύεται, διασκορπίζεται από το [[δόρυ]], τρομάζει απ' τη [[μάχη]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''δοριπτοίητος:''' [[разбросанный копьем]] (νεκρῶν ὀστέα Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δορι-πτοίητος, ον <i>adj</i> [[πτοιέω]]<br />[[scattered]] by the [[spear]], Anth.
|mdlsjtxt=δορι-πτοίητος, ον <i>adj</i> [[πτοιέω]]<br />[[scattered]] by the [[spear]], Anth.
}}
}}

Revision as of 12:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορῐπτοίητος Medium diacritics: δοριπτοίητος Low diacritics: δοριπτοίητος Capitals: ΔΟΡΙΠΤΟΙΗΤΟΣ
Transliteration A: doriptoíētos Transliteration B: doriptoiētos Transliteration C: doriptoiitos Beta Code: doriptoi/htos

English (LSJ)

ον, scattered by the spear, AP7.297 (Polystr.).

Spanish (DGE)

-ον esparcido por la lanza ὄστεα AP 7.297 (Polystr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
frappé d'un coup de lance.
Étymologie: δόρυ, πτοιέω.

Russian (Dvoretsky)

δοριπτοίητος: разбросанный копьем (νεκρῶν ὀστέα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

δοριπτοίητος: -ον, πτοηθεὶς καὶ διασκορπισθεὶς διὰ τοῦ δόρατος, Ἀνθ. Π. 7. 297.

Greek Monolingual

δοριπτοίητος, -ον (Α)
φοβισμένος και διασκορπισμένος από τα δόρατα.

Greek Monotonic

δοριπτοίητος: -ον (πτοιέω), αυτός που διαλύεται, διασκορπίζεται από το δόρυ, τρομάζει απ' τη μάχη, σε Ανθ.

Middle Liddell

δορι-πτοίητος, ον adj πτοιέω
scattered by the spear, Anth.