διολκή: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[movimiento]] διολκὴν εἰς τἀν αντία γίνεσθαι ἀπ' ἐναντίων Phld.<i>Mus</i>.p.78v.K., πρὸς τὰ ἐναντία δ. τῶν στοιχείων Basil.<i>Hex</i>.1.11.<br /><b class="num">2</b> [[extracción]] τοῦ ἐμβρύου Sor.141.1.<br /><b class="num">3</b> [[retraso]], [[demora]] ἵνα ... ἀπὸ τοῦ νῦν μηδεμία πρόφασις ... διολκῆς καταλείπηται <i>PFam.Teb</i>.24.93 (II d.C.), ἡ γὰρ δ. γέγονεν ἐν τῷ ... <i>PMich</i>.486.8 (II d.C.).<br /><b class="num">4</b> fig. [[diversidad de interpretación]], [[posibilidad de discusión]] τὸ πρόδηλον ... οὐδεμίαν διολκὴν ἐπιδέχεται S.E.<i>M</i>.8.322, πολλὴν δὲ ἔχει τὰ ζητούμενα πράγματα διολκήν Origenes <i>Cels</i>.3.12, c. gen. τῶν δογμάτων Numen.24.64.
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[movimiento]] διολκὴν εἰς τἀν αντία γίνεσθαι ἀπ' ἐναντίων Phld.<i>Mus</i>.p.78v.K., πρὸς τὰ ἐναντία δ. τῶν στοιχείων Basil.<i>Hex</i>.1.11.<br /><b class="num">2</b> [[extracción]] τοῦ ἐμβρύου Sor.141.1.<br /><b class="num">3</b> [[retraso]], [[demora]] ἵνα ... ἀπὸ τοῦ νῦν μηδεμία πρόφασις ... διολκῆς καταλείπηται <i>PFam.Teb</i>.24.93 (II d.C.), ἡ γὰρ δ. γέγονεν ἐν τῷ ... <i>PMich</i>.486.8 (II d.C.).<br /><b class="num">4</b> fig. [[diversidad de interpretación]], [[posibilidad de discusión]] τὸ πρόδηλον ... οὐδεμίαν διολκὴν ἐπιδέχεται S.E.<i>M</i>.8.322, πολλὴν δὲ ἔχει τὰ ζητούμενα πράγματα διολκήν Origenes <i>Cels</i>.3.12, c. gen. τῶν δογμάτων Numen.24.64.
}}
{{elru
|elrutext='''διολκή:''' ἡ досл. расхождение, разброд, перен. недоумение (εἰς διολκὴν πίπτειν Sext.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διολκή]], η (Α) [[ολκή]]<br />[[διχογνωμία]].
|mltxt=[[διολκή]], η (Α) [[ολκή]]<br />[[διχογνωμία]].
}}
{{elru
|elrutext='''διολκή:''' ἡ досл. расхождение, разброд, перен. недоумение (εἰς διολκὴν πίπτειν Sext.).
}}
}}

Revision as of 12:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διολκή Medium diacritics: διολκή Low diacritics: διολκή Capitals: ΔΙΟΛΚΗ
Transliteration A: diolkḗ Transliteration B: diolkē Transliteration C: diolki Beta Code: diolkh/

English (LSJ)

ἡ, (διέλκω) A drawing away, διολκὴν εἰς τἀναντία γίνεσθαι Phld.Mus.p.35 K.; extraction of the foetus, Sor.2.62 (pl.). II diversity of opinion, S.E.M.8.322, Numen. ap. Eus.PE14.5.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 movimiento διολκὴν εἰς τἀν αντία γίνεσθαι ἀπ' ἐναντίων Phld.Mus.p.78v.K., πρὸς τὰ ἐναντία δ. τῶν στοιχείων Basil.Hex.1.11.
2 extracción τοῦ ἐμβρύου Sor.141.1.
3 retraso, demora ἵνα ... ἀπὸ τοῦ νῦν μηδεμία πρόφασις ... διολκῆς καταλείπηται PFam.Teb.24.93 (II d.C.), ἡ γὰρ δ. γέγονεν ἐν τῷ ... PMich.486.8 (II d.C.).
4 fig. diversidad de interpretación, posibilidad de discusión τὸ πρόδηλον ... οὐδεμίαν διολκὴν ἐπιδέχεται S.E.M.8.322, πολλὴν δὲ ἔχει τὰ ζητούμενα πράγματα διολκήν Origenes Cels.3.12, c. gen. τῶν δογμάτων Numen.24.64.

Russian (Dvoretsky)

διολκή: ἡ досл. расхождение, разброд, перен. недоумение (εἰς διολκὴν πίπτειν Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

διολκή: ἡ, (διέλκω) διαφορὰ γνώμης, διχογνωμία, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 322.

Greek Monolingual

διολκή, η (Α) ολκή
διχογνωμία.