δρακοντόμαλλος: Difference between revisions
From LSJ
Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />hérissé de serpents.<br />'''Étymologie:''' [[δράκων]], [[μαλλός]]. | |btext=ος, ον :<br />hérissé de serpents.<br />'''Étymologie:''' [[δράκων]], [[μαλλός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δρακοντόμαλλος:''' [[змеекудрый]] (Γοργόνες Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δρᾰκοντόμαλλος:''' -ον, αυτός που έχει φιδίσιους βοστρύχους, μαλλιά, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''δρᾰκοντόμαλλος:''' -ον, αυτός που έχει φιδίσιους βοστρύχους, μαλλιά, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 12:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, with snaky locks, Γοργόνες A.Pr.799.
Spanish (DGE)
(δρᾰκοντόμαλλος) -ον de cabellos de serpiente Γοργόνες A.Pr.799.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
hérissé de serpents.
Étymologie: δράκων, μαλλός.
Russian (Dvoretsky)
δρακοντόμαλλος: змеекудрый (Γοργόνες Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
δρᾰκοντόμαλλος: -ον, ὁ ἔχων κόμην ὀφιοειδῆ, Γοργόνες Αἰσχύλ. Πρ. 799.
Greek Monolingual
δρακοντόμαλλος, -ον (Α)
ο δρακοντόκομος.
Greek Monotonic
δρᾰκοντόμαλλος: -ον, αυτός που έχει φιδίσιους βοστρύχους, μαλλιά, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
δρᾰκοντό-μαλλος, ον adj
with snaky locks, Aesch.