δυσκατάστατος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit

Menander, Monostichoi, 644
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à apaiser.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[καθίστημι]].
|btext=ος, ον :<br />difficile à apaiser.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[καθίστημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσκατάστατος:''' [[трудно приводимый в порядок]], [[с трудом успокаиваемый]] (τὸ ταραχθῆναι Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσκατάστᾰτος:''' -ον (καθ-[[ίστημι]]), [[δύσκολος]] να τακτοποιηθεί, διευθετηθεί ή να κατασταλεί, σε Ξεν.
|lsmtext='''δυσκατάστᾰτος:''' -ον (καθ-[[ίστημι]]), [[δύσκολος]] να τακτοποιηθεί, διευθετηθεί ή να κατασταλεί, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσκατάστατος:''' [[трудно приводимый в порядок]], [[с трудом успокаиваемый]] (τὸ ταραχθῆναι Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]κατάστᾰτος, ον [[καθίστημι]]<br />[[hard]] to [[restore]] or [[rally]], Xen.
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]κατάστᾰτος, ον [[καθίστημι]]<br />[[hard]] to [[restore]] or [[rally]], Xen.
}}
}}

Revision as of 12:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκατάστᾰτος Medium diacritics: δυσκατάστατος Low diacritics: δυσκατάστατος Capitals: ΔΥΣΚΑΤΑΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: dyskatástatos Transliteration B: dyskatastatos Transliteration C: dyskatastatos Beta Code: duskata/statos

English (LSJ)

ον, hard to restore or rally, X.Cyr.5.3.43 (Comp.).

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de arreglar, de mal arreglo τὸ ταραχθῆναι δὲ ἐν τῇ νυκτὶ πολὺ μεῖζόν ἐστι πρᾶγμα ... καὶ δυσκαταστατώτερον la alteración del orden es más grave de noche ... y más difícil de arreglar X.Cyr.5.3.43.
2 difícil de establecer, de comprender ref. a la etim. de una palabra, Hdn.Gr.1.444, ἔχον τι δυσκατάστατον τοῦτο Herm.in Phdr.132.

German (Pape)

[Seite 682] schwer in Ordnung zu bringen, compar., Xen. Cyr. 5, 3, 43.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à apaiser.
Étymologie: δυσ-, καθίστημι.

Russian (Dvoretsky)

δυσκατάστατος: трудно приводимый в порядок, с трудом успокаиваемый (τὸ ταραχθῆναι Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσκατάστᾰτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἀποκαταστήσῃ τις ἢ νὰ καταστείλῃ, καταπαύσῃ, ταραχὴ Ξεν. Κύρ. 5. 3, 43.

Greek Monolingual

δυσκατάστατος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να αποκαταστήσει ή να καταπαύσει.

Greek Monotonic

δυσκατάστᾰτος: -ον (καθ-ίστημι), δύσκολος να τακτοποιηθεί, διευθετηθεί ή να κατασταλεί, σε Ξεν.

Middle Liddell

δυσ-κατάστᾰτος, ον καθίστημι
hard to restore or rally, Xen.