δύσπεμπτος: Difference between revisions
From LSJ
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />difficile à renvoyer.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[πέμπω]]. | |btext=ος, ον :<br />difficile à renvoyer.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[πέμπω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δύσπεμπτος:''' которого трудно отослать прочь, т. е. неотвязный ([[κῶμος]] Ἐρινύων Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δύσπεμπτος:''' -ον ([[πέμπω]]), αυτός που δύσκολα αποστέλλεται, αποδιώχνεται, απομακρύνεται, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''δύσπεμπτος:''' -ον ([[πέμπω]]), αυτός που δύσκολα αποστέλλεται, αποδιώχνεται, απομακρύνεται, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 13:05, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, hard to banish, A.Ag.1190.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de expulsar κῶμος ... δ. ἔξω ... Ἐρινύων A.A.1190.
German (Pape)
[Seite 686] schwer fortzuschicken, Aesch. Ag. 1163.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à renvoyer.
Étymologie: δυσ-, πέμπω.
Russian (Dvoretsky)
δύσπεμπτος: которого трудно отослать прочь, т. е. неотвязный (κῶμος Ἐρινύων Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
δύσπεμπτος: -ον, δυσκόλως ἀποπεμπόμενος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1190.
Greek Monolingual
δύσπεμπτος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα αποπέμπεται.
Greek Monotonic
δύσπεμπτος: -ον (πέμπω), αυτός που δύσκολα αποστέλλεται, αποδιώχνεται, απομακρύνεται, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
δύσ-πεμπτος, ον πέμπω
hard to send away, Aesch.