δύσπεμπτος: Difference between revisions
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />difficile à renvoyer.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[πέμπω]]. | |btext=ος, ον :<br />difficile à renvoyer.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[πέμπω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δύσπεμπτος:''' которого трудно отослать прочь, т. е. неотвязный ([[κῶμος]] Ἐρινύων Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δύσπεμπτος:''' -ον ([[πέμπω]]), αυτός που δύσκολα αποστέλλεται, αποδιώχνεται, απομακρύνεται, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''δύσπεμπτος:''' -ον ([[πέμπω]]), αυτός που δύσκολα αποστέλλεται, αποδιώχνεται, απομακρύνεται, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 13:05, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, hard to banish, A.Ag.1190.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de expulsar κῶμος ... δ. ἔξω ... Ἐρινύων A.A.1190.
German (Pape)
[Seite 686] schwer fortzuschicken, Aesch. Ag. 1163.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à renvoyer.
Étymologie: δυσ-, πέμπω.
Russian (Dvoretsky)
δύσπεμπτος: которого трудно отослать прочь, т. е. неотвязный (κῶμος Ἐρινύων Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
δύσπεμπτος: -ον, δυσκόλως ἀποπεμπόμενος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1190.
Greek Monolingual
δύσπεμπτος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα αποπέμπεται.
Greek Monotonic
δύσπεμπτος: -ον (πέμπω), αυτός που δύσκολα αποστέλλεται, αποδιώχνεται, απομακρύνεται, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
δύσ-πεμπτος, ον πέμπω
hard to send away, Aesch.