δύστονος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />lamentable.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[στένω]].
|btext=ος, ον :<br />lamentable.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[στένω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δύστονος:''' [[горестный]] (κήδεα Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δύστονος:''' -ον, αντί <i>δύσ-στονος</i>, [[αξιοθρήνητος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δύστονος:''' -ον, αντί <i>δύσ-στονος</i>, [[αξιοθρήνητος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δύστονος:''' [[горестный]] (κήδεα Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δύ-στονος, ον [for δύσ-στονος,]<br />[[lamentable]], Aesch.
|mdlsjtxt=δύ-στονος, ον [for δύσ-στονος,]<br />[[lamentable]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 13:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύστονος Medium diacritics: δύστονος Low diacritics: δύστονος Capitals: ΔΥΣΤΟΝΟΣ
Transliteration A: dýstonos Transliteration B: dystonos Transliteration C: dystonos Beta Code: du/stonos

English (LSJ)

ον, (στένω) lamentable, grievous, A.Th.989 (lyr., codd.), Ch.469 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον
lamentable, deplorable κήδη A.Ch.469, κακά A.Th.998, δύστονα κήδε' ὁμώνυμα A.Th.984.

German (Pape)

[Seite 689] schwer zu beklagen, jammervoll, κήδεα, κακά, Aesch. Spt. 971. 989.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lamentable.
Étymologie: δυσ-, στένω.

Russian (Dvoretsky)

δύστονος: горестный (κήδεα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

δύστονος: -ον, θρηνώδης, ἀξιοθρήνητος, Αἰσχύλ. Θήβ. 984, 999.

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο
1. αυτός που αναφέρεται στη δυστονία ή προέρχεται από αυτήν
2. ως ουσ. εκείνος που πάσχει από μυϊκή δυστονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δυς- + τόνος.
(II)
δύστονος, -ον (Α)
αξιοθρήνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δυς- + -στονος < στένω].

Greek Monotonic

δύστονος: -ον, αντί δύσ-στονος, αξιοθρήνητος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δύ-στονος, ον [for δύσ-στονος,]
lamentable, Aesch.