δυσέλεγκτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à convaincre.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἐλέγχω]].
|btext=ος, ον :<br />difficile à convaincre.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἐλέγχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσέλεγκτος:''' [[с трудом поддающийся убеждению]] ([[ἀλαζὼν]] καὶ δ. Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσέλεγκτος:''' -ον ([[ἐλέγχω]]), αυτός που δύσκολα ελέγχεται, [[δυσεξέλεγκτος]], σε Λουκ.
|lsmtext='''δυσέλεγκτος:''' -ον ([[ἐλέγχω]]), αυτός που δύσκολα ελέγχεται, [[δυσεξέλεγκτος]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσέλεγκτος:''' [[с трудом поддающийся убеждению]] ([[ἀλαζὼν]] καὶ δ. Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]έλεγκτος, ον [[ἐλέγχω]]<br />[[hard]] to [[refute]], Luc.
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]έλεγκτος, ον [[ἐλέγχω]]<br />[[hard]] to [[refute]], Luc.
}}
}}

Revision as of 13:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσέλεγκτος Medium diacritics: δυσέλεγκτος Low diacritics: δυσέλεγκτος Capitals: ΔΥΣΕΛΕΓΚΤΟΣ
Transliteration A: dysélenktos Transliteration B: dyselenktos Transliteration C: dyselegktos Beta Code: duse/legktos

English (LSJ)

ον, hard to refute, of persons or arguments, Str.1.2.1 (Comp.), 11.6.4, Luc.Pisc.17.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de refutar de pers. Str.1.2.1, ἀλάζονες ἄνθρωποι καὶ δυσέλεγκτοι Luc.Pisc.17, οἰόμενοι δυσέλεγκτοι κατὰ τὸν λόγον Alex.Aphr.in Metaph.320.15, τὸ δὲ πόρρω δ. la lejanía dificulta la refutación Str.11.6.4, ὁ λόγος Dam.in Phd.174, Ammon.in Int.252.2
subst. τὸ δ. dificultad de ser refutado (λόγοι) ὅσοι ... οὐδὲ τὸ δριμὺ καὶ δ. ἔχουσιν Phlp.in Ph.59.6.
2 difícil de vencer, invencible neutr. subst. τὸ δ. dificultad de vencer, invencibilidad τοῦ σκότους Const.Or.S.C.1.

German (Pape)

[Seite 678] schwer zu überführen, Luc. Pisc. 17; compar., schwer zu widerlegen, Strab. I, 2, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à convaincre.
Étymologie: δυσ-, ἐλέγχω.

Russian (Dvoretsky)

δυσέλεγκτος: с трудом поддающийся убеждению (ἀλαζὼν καὶ δ. Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσέλεγκτος: -ον, ὁ δυσκόλως ἐλεγχόμενος, ἀναιρούμενος, Στράβ. 14, 508, Λουκ. Ἁλ. 17.

Greek Monolingual

δυσέλεγκτος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα ελέγχεται, αναιρείται
2. το ουδ. ως ουσ. το δυσέλεγκτον
η ιδιότητα του δυσερεύνητου.

Greek Monotonic

δυσέλεγκτος: -ον (ἐλέγχω), αυτός που δύσκολα ελέγχεται, δυσεξέλεγκτος, σε Λουκ.

Middle Liddell

δυσ-έλεγκτος, ον ἐλέγχω
hard to refute, Luc.