εὐπερίληπτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1088.png Seite 1088]] leicht zu umfassen, also nicht sehr ausgedehnt, Pol. 7, 7, 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1088.png Seite 1088]] leicht zu umfassen, also nicht sehr ausgedehnt, Pol. 7, 7, 6.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐπερίληπτος:''' легко охватываемый, т. е. небольшой, узкий ([[ὑπόθεσις]] εὐ. καὶ [[στενή]] Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐπερίληπτος]], -ον)<br />αυτός που γίνεται εύκολα [[κατανοητός]], ο ευκολονόητος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συνοψίζεται εύκολα<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> ο μη [[διεξοδικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>περι</i>-[[ληπτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[περιλαμβάνω]])].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐπερίληπτος]], -ον)<br />αυτός που γίνεται εύκολα [[κατανοητός]], ο ευκολονόητος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συνοψίζεται εύκολα<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> ο μη [[διεξοδικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>περι</i>-[[ληπτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[περιλαμβάνω]])].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐπερίληπτος:''' легко охватываемый, т. е. небольшой, узкий ([[ὑπόθεσις]] εὐ. καὶ [[στενή]] Polyb.).
}}
}}

Revision as of 13:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπερίληπτος Medium diacritics: εὐπερίληπτος Low diacritics: ευπερίληπτος Capitals: ΕΥΠΕΡΙΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: euperílēptos Transliteration B: euperilēptos Transliteration C: efperiliptos Beta Code: eu)peri/lhptos

English (LSJ)

ον, A easily embraced, Hippiatr.14. 2 metaph., limited, ὑποθέσεις Plb.7.7.6. II easy to comprehend, ἀνθρώπῳ Porph.Abst.3.4.

German (Pape)

[Seite 1088] leicht zu umfassen, also nicht sehr ausgedehnt, Pol. 7, 7, 6.

Russian (Dvoretsky)

εὐπερίληπτος: легко охватываемый, т. е. небольшой, узкий (ὑπόθεσις εὐ. καὶ στενή Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπερίληπτος: -ον, εὐκόλως περιλαμβανόμενος· ἐντεῦθεν, συνεσταλμένος, στενός, Πολύβ. 7. 7, 6. ΙΙ. εὐκόλως κατανοούμενος, Πορφυρίου περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 3. 4.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐπερίληπτος, -ον)
αυτός που γίνεται εύκολα κατανοητός, ο ευκολονόητος
αρχ.
1. αυτός που συνοψίζεται εύκολα
2. συνεκδ. ο μη διεξοδικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι-ληπτός (< περιλαμβάνω)].