εὑρετέος: Difference between revisions

From LSJ

ὅθεν λοιπὸν ἐπιτευκτικῶς καὶ ἐν τούτῳ ὁ µακάριος πράξας, ἔµεινεν ἀγαλλόµενος τῷ πνεύµατι· καὶ δοξάζων τὸν θεὸν ἐπὶ τῇ µεγαλειότητι αὐτοῦ, ἐν τῷ τόπῳ ἐκείνῳ ἀπελάσας καὶ τὰ ἀκάθαρτα πνεύµατα τὰ ἐκεῖσε ἐπὶ λύµῃ τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρἰας → Thus, then, the blessed one achieved his aim here, too, and continuing to rejoice in the Spirit, and glorifying God for his greatness, he expelled from this place the impure spirits that lurked there so as to obstruct the salvation of human beings

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[εὑρίσκω]].
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[εὑρίσκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὑρετέος:''' adj. verb. к [[εὑρίσκω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὑρετέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[εὑρίσκω]], αυτός που πρέπει να ανακαλυφθεί, να ανευρεθεί, σε Θουκ.
|lsmtext='''εὑρετέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[εὑρίσκω]], αυτός που πρέπει να ανακαλυφθεί, να ανευρεθεί, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὑρετέος:''' adj. verb. к [[εὑρίσκω]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[εὑρετέος]], η, ον verb. adj. of [[εὑρίσκω]],]<br />to be discovered, [[found]] out, Thuc.
|mdlsjtxt=[[εὑρετέος]], η, ον verb. adj. of [[εὑρίσκω]],]<br />to be discovered, [[found]] out, Thuc.
}}
}}

Revision as of 13:24, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὑρετέος Medium diacritics: εὑρετέος Low diacritics: ευρετέος Capitals: ΕΥΡΕΤΕΟΣ
Transliteration A: heuretéos Transliteration B: heureteos Transliteration C: evreteos Beta Code: eu(rete/os

English (LSJ)

α, ον, to be discovered, found out, Th.3.45.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de εὑρίσκω.

Russian (Dvoretsky)

εὑρετέος: adj. verb. к εὑρίσκω.

Greek (Liddell-Scott)

εὑρετέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ εὕρῃ τις, νὰ ἀνακαλύψῃ, Θουκ. 3. 45.

Greek Monotonic

εὑρετέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του εὑρίσκω, αυτός που πρέπει να ανακαλυφθεί, να ανευρεθεί, σε Θουκ.

Middle Liddell

εὑρετέος, η, ον verb. adj. of εὑρίσκω,]
to be discovered, found out, Thuc.