θεότρεπτος: Difference between revisions

From LSJ

Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tourné (<i>càd</i> changé) par les dieux.<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], [[τρέπω]].
|btext=ος, ον :<br />tourné (<i>càd</i> changé) par les dieux.<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], [[τρέπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θεότρεπτος:''' [[повернутый богами]]: τὰ θεότρεπτα Aesch. ниспосланные богами превратности (судьбы).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θεότρεπτος:''' -ον, αυτός που στρέφεται ή οδηγείται, κατευθύνεται από τους θεούς, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''θεότρεπτος:''' -ον, αυτός που στρέφεται ή οδηγείται, κατευθύνεται από τους θεούς, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''θεότρεπτος:''' [[повернутый богами]]: τὰ θεότρεπτα Aesch. ниспосланные богами превратности (судьбы).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θεό-τρεπτος, ον<br />turned or directed by the gods, Aesch.
|mdlsjtxt=θεό-τρεπτος, ον<br />turned or directed by the gods, Aesch.
}}
}}

Revision as of 13:27, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεότρεπτος Medium diacritics: θεότρεπτος Low diacritics: θεότρεπτος Capitals: ΘΕΟΤΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: theótreptos Transliteration B: theotreptos Transliteration C: theotreptos Beta Code: qeo/treptos

English (LSJ)

ον, turned by the gods, θεότρεπτα τάδ' αὖ θέρομεν these divine changes of fortune, A.Pers.905 (-πρεπτα cod. M).

German (Pape)

[Seite 1198] von Gott gewendet, Aesch. Pers. 871.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tourné (càd changé) par les dieux.
Étymologie: θεός, τρέπω.

Russian (Dvoretsky)

θεότρεπτος: повернутый богами: τὰ θεότρεπτα Aesch. ниспосланные богами превратности (судьбы).

Greek (Liddell-Scott)

θεότρεπτος: -ον, τραπείς, μετατραπείς, μεταβληθεὶς ὑπὸ τῶν θεῶν, θεότρεπτα τάδ’ αὖ φέρομεν, τὰς θείας ταύτας μεταβολὰς τῆς τύχης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 905· τὸ Μεδ. Χειρόγρ. Θεόπρεπτα.

Greek Monolingual

θεότρεπτος, -ον (Α)
αυτός που μετατράπηκε, που πήρε απροσδόκητη τροπή από τους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -τρεπτος (< τρέπω), πρβλ. άτρεπτος, πολύτρεπτος].

Greek Monotonic

θεότρεπτος: -ον, αυτός που στρέφεται ή οδηγείται, κατευθύνεται από τους θεούς, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

θεό-τρεπτος, ον
turned or directed by the gods, Aesch.