θεσμοφόριον: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />sanctuaire de Déméter législatrice.<br />'''Étymologie:''' [[θεσμοφόρος]]. | |btext=ου (τό) :<br />sanctuaire de Déméter législatrice.<br />'''Étymologie:''' [[θεσμοφόρος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θεσμοφόριον:''' τό [[тесмофории]] (храм Деметры-Законодательницы) Arph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θεσμοφόριον:''' τό, ο [[ναός]] της θεσμοφόρου Δήμητρας, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''θεσμοφόριον:''' τό, ο [[ναός]] της θεσμοφόρου Δήμητρας, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[θεσμοφόριον]], ου, τό, [from [[θεσμοφόρια]]<br />the [[temple]] of [[Demeter]] Θεσμοφόρος, Ar. | |mdlsjtxt=[[θεσμοφόριον]], ου, τό, [from [[θεσμοφόρια]]<br />the [[temple]] of [[Demeter]] Θεσμοφόρος, Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:30, 3 October 2022
English (LSJ)
τό, A temple of Demeter Θεσμοφόρος, Ar.Th.278, 880, IG2.1059.12; at Delos, ib.11(2).159A17 (iii B.C.):— also θεσμο-εῖον Theon Prog.5:
θεσμο-φόριον μέτρον, a form of dactylic metre, Mar.Vict.6.145 K.:
German (Pape)
[Seite 1203] τό, Tempel der Demeter θεσμοφόρος, Ar. Th. 278. 880; auch θεσμοφορεῖον, Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sanctuaire de Déméter législatrice.
Étymologie: θεσμοφόρος.
Russian (Dvoretsky)
θεσμοφόριον: τό тесмофории (храм Деметры-Законодательницы) Arph.
Greek (Liddell-Scott)
θεσμοφόριον: τό, ὁ ναὸς τῆς Δήμητρος Θεσμοφόρου, Ἀριστοφ. Θεσμ. 278, 880, Συλλ. Ἐπιγρ. 103· - ὡσαύτως -εῖον, Θέων ἐν Walz Ρήτ. 1. 204. ΙΙ. θεσμοφόριον μέτρον Mar. Victor. ἐν Λατ. Γραμμ., ἔκδ. Keil, τ. VI. σ. 149. 19.
Greek Monotonic
θεσμοφόριον: τό, ο ναός της θεσμοφόρου Δήμητρας, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
θεσμοφόριον, ου, τό, [from θεσμοφόρια
the temple of Demeter Θεσμοφόρος, Ar.