θυμίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />préparé avec du thym ; [[θυμίτης]] [[οἶνος]] vin aromatisé de thym.<br />'''Étymologie:''' [[θύμος]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />préparé avec du thym ; [[θυμίτης]] [[οἶνος]] vin aromatisé de thym.<br />'''Étymologie:''' [[θύμος]].
}}
{{elru
|elrutext='''θῠμίτης:''' (ῑ) сдобренный, приправленный (или смешанный с) тимьяном ([[ἅλες]] θυμῖται Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θῠμίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[θύμον]]), ανακατεμένος με [[θυμάρι]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''θῠμίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[θύμον]]), ανακατεμένος με [[θυμάρι]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''θῠμίτης:''' (ῑ) сдобренный, приправленный (или смешанный с) тимьяном ([[ἅλες]] θυμῖται Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θῠμῑ́της, ου, [[θύμον]]<br />flavoured with [[thyme]], Ar.
|mdlsjtxt=θῠμῑ́της, ου, [[θύμον]]<br />flavoured with [[thyme]], Ar.
}}
}}

Revision as of 13:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠμῑ́της Medium diacritics: θυμίτης Low diacritics: θυμίτης Capitals: ΘΥΜΙΤΗΣ
Transliteration A: thymítēs Transliteration B: thymitēs Transliteration C: thymitis Beta Code: qumi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (θύμον) flavoured with thyme, ἅλες Ar.Ach.1099; οἶνος Dsc.5.49.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
préparé avec du thym ; θυμίτης οἶνος vin aromatisé de thym.
Étymologie: θύμος.

Russian (Dvoretsky)

θῠμίτης: (ῑ) сдобренный, приправленный (или смешанный с) тимьяном (ἅλες θυμῖται Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

θῠμίτης: ῑ, ου, ὁ, (θύμος) παρεσκευασμένος ἢ μεμιγμένος μετὰ θύμου, ἅλες θυμῖται Ἀριστοφ. Ἀχ. 1099· οὕτως, αὐτόθι 772, περὶ θυμῑτιδᾶν ἁλῶν, ἐξ ὀνομαστ. Θυμιτίδης, ἴδε Δινδόρφ. ἐν τόπῳ· οἶνος Διοσκ. 5. 59.

Greek Monolingual

θυμίτης, ὁ (Α) θύμον
ανακατωμένος ή αρωματισμένος με θύμο, με θυμάρι (α. «ἅλας θυμίτας οἶσε» — φέρε αλάτι ανακατωμένο με ρίγανη, Αριστοφ.
β. «θυμίτης οἶνος» — κρασί αρωματισμένο με θυμάρι, Διοσκ.).

Greek Monotonic

θῠμίτης: [ῑ], -ου, ὁ (θύμον), ανακατεμένος με θυμάρι, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

θῠμῑ́της, ου, θύμον
flavoured with thyme, Ar.