κερδαντός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1423.png Seite 1423]] adj. verb. zu [[κερδαίνω]], woraus man Gewinn ziehen darf, D. L. 1, 97; [[κερδαντέος]], M. Ant. 4, 26.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1423.png Seite 1423]] adj. verb. zu [[κερδαίνω]], woraus man Gewinn ziehen darf, D. L. 1, 97; [[κερδαντέος]], M. Ant. 4, 26.
}}
{{elru
|elrutext='''κερδαντός:''' [[дающий выгоду]], [[выгодный]] (τὰ κερδαντὰ κερδαίνειν Diog. L.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κερδαντός]], -ή, -όν (Α) [[κερδαίνω]]<br />αυτός που μπορεί να κερδίσει, που μπορεί να αποφέρει [[κέρδος]], [[ωφέλεια]] («τὰ κερδαντὰ κερδαίνειν» — να κερδίζεις όσα μπορούν να σού δώσουν [[κέρδος]], να σέ ωφελήσουν», Περίανδρ. στον Διογ. 10).
|mltxt=[[κερδαντός]], -ή, -όν (Α) [[κερδαίνω]]<br />αυτός που μπορεί να κερδίσει, που μπορεί να αποφέρει [[κέρδος]], [[ωφέλεια]] («τὰ κερδαντὰ κερδαίνειν» — να κερδίζεις όσα μπορούν να σού δώσουν [[κέρδος]], να σέ ωφελήσουν», Περίανδρ. στον Διογ. 10).
}}
{{elru
|elrutext='''κερδαντός:''' [[дающий выгоду]], [[выгодный]] (τὰ κερδαντὰ κερδαίνειν Diog. L.).
}}
}}

Revision as of 13:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερδαντός Medium diacritics: κερδαντός Low diacritics: κερδαντός Capitals: ΚΕΡΔΑΝΤΟΣ
Transliteration A: kerdantós Transliteration B: kerdantos Transliteration C: kerdantos Beta Code: kerdanto/s

English (LSJ)

ή, όν, that ought to be gained: τὰ κερδαντὰ κερδαίνειν to make fair gains, Periand. ap. D.L.1.97.

German (Pape)

[Seite 1423] adj. verb. zu κερδαίνω, woraus man Gewinn ziehen darf, D. L. 1, 97; κερδαντέος, M. Ant. 4, 26.

Russian (Dvoretsky)

κερδαντός: дающий выгоду, выгодный (τὰ κερδαντὰ κερδαίνειν Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

κερδαντός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ κερδήσῃ, τὰ κερδαντὰ κερδαίνειν Περίανδ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 97.

Greek Monolingual

κερδαντός, -ή, -όν (Α) κερδαίνω
αυτός που μπορεί να κερδίσει, που μπορεί να αποφέρει κέρδος, ωφέλεια («τὰ κερδαντὰ κερδαίνειν» — να κερδίζεις όσα μπορούν να σού δώσουν κέρδος, να σέ ωφελήσουν», Περίανδρ. στον Διογ. 10).