κυματοαγής: Difference between revisions

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui se brise comme les vagues.<br />'''Étymologie:''' [[κῦμα]], [[ἄγνυμι]].
|btext=ής, ές :<br />qui se brise comme les vagues.<br />'''Étymologie:''' [[κῦμα]], [[ἄγνυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''κῡμᾰτοᾱγής:''' [[разбивающийся наподобие]] (набегающей) волны (ᾆται Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῡμᾰτοᾱγής:''' -ές ([[ἄγνυμι]]), αυτός που ξεσπάει όπως τα κύματα, σε Σοφ.
|lsmtext='''κῡμᾰτοᾱγής:''' -ές ([[ἄγνυμι]]), αυτός που ξεσπάει όπως τα κύματα, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κῡμᾰτοᾱγής:''' [[разбивающийся наподобие]] (набегающей) волны (ᾆται Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κῡμᾰτο-ᾱγής, ές [[ἄγνυμι]]<br />breaking like waves, Soph.
|mdlsjtxt=κῡμᾰτο-ᾱγής, ές [[ἄγνυμι]]<br />breaking like waves, Soph.
}}
}}

Revision as of 13:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡμᾰτοᾱγής Medium diacritics: κυματοαγής Low diacritics: κυματοαγής Capitals: ΚΥΜΑΤΟΑΓΗΣ
Transliteration A: kymatoagḗs Transliteration B: kymatoagēs Transliteration C: kymatoagis Beta Code: kumatoagh/s

English (LSJ)

ές, (ἄγνυμι) breaking like waves, ἆται S.OC1243 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1530] ές, Wogen brechend, bei Soph. O. C. 1245 ch. δειναὶ κυματοαγεῖς ἆται, das wie Wogen anstürmende u. sich brechende, brandende Unheil.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se brise comme les vagues.
Étymologie: κῦμα, ἄγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

κῡμᾰτοᾱγής: разбивающийся наподобие (набегающей) волны (ᾆται Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

κῡμᾰτοᾱγής: -ές, (ἄγνυμι) ὁ ῥηγνύμενος ὡς κῦμα, δειναὶ κυματοαγεῖς ἆται Σοφ. Ο. Κ. 1243.

Greek Monolingual

κυματοαγής, -ές (Α)
αυτός που εκδηλώνεται ή ξεσπά σαν το κύμα («δεινοὶ κυματοαγεῑς ἆται», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -αγής (< ἀγή «σπάσιμο» < ἄγνυμι «σπάζω»)].

Greek Monotonic

κῡμᾰτοᾱγής: -ές (ἄγνυμι), αυτός που ξεσπάει όπως τα κύματα, σε Σοφ.

Middle Liddell

κῡμᾰτο-ᾱγής, ές ἄγνυμι
breaking like waves, Soph.