λαμπαδηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert

Menander, Monostichoi, 416
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 16: Line 16:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui porte un flambeau dans les sacrifices.<br />'''Étymologie:''' [[λαμπάς]], [[φέρω]].
|btext=ος, ον :<br />qui porte un flambeau dans les sacrifices.<br />'''Étymologie:''' [[λαμπάς]], [[φέρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λαμπᾰδηφόρος:''' ὁ [[факелоносец]] Aesch.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 28: Line 31:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λαμπᾰδηφόρος:''' ὁ ([[φέρω]]), αυτός που φέρει πυρσό, αυτός που κρατά [[λαμπάδα]], [[λαμπαδηδρόμος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''λαμπᾰδηφόρος:''' ὁ ([[φέρω]]), αυτός που φέρει πυρσό, αυτός που κρατά [[λαμπάδα]], [[λαμπαδηδρόμος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''λαμπᾰδηφόρος:''' ὁ [[факелоносец]] Aesch.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λαμπᾰδη-[[φόρος]], ὁ, [[φέρω]]<br />a [[torch]]-[[bearer]], Aesch.
|mdlsjtxt=λαμπᾰδη-[[φόρος]], ὁ, [[φέρω]]<br />a [[torch]]-[[bearer]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 13:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαμπᾰδηφόρος Medium diacritics: λαμπαδηφόρος Low diacritics: λαμπαδηφόρος Capitals: ΛΑΜΠΑΔΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: lampadēphóros Transliteration B: lampadēphoros Transliteration C: lampadiforos Beta Code: lampadhfo/ros

English (LSJ)

ὁ, torch-bearer, torchbearer, torch bearer, lampadephore, lampadist A.Ag.312, Ar.Fr.442, IG22. 1250, 2.965b28: -οι, title of play by Philetaerus; but also, candelabra, JRS18.162 (Jerash, iii A. D.).

Two athletes, Greece, 4th century BC; From decorative vase in the Kunsthistorisches museum, Vienna

German (Pape)

[Seite 11] fackeltragend, Aesch. Ag. 303. Nach Hesych. hieß so der im Fackelwettlauf gesiegt hatte.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte un flambeau dans les sacrifices.
Étymologie: λαμπάς, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

λαμπᾰδηφόρος:факелоносец Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

λαμπᾰδηφόρος: ὁ, ὁ φέρων λαμπάδα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 312, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 105, Συλλ. Ἐπιγρ. 4555.

Spanish

que porta una antorcha

Greek Monolingual

ο (AM λαμπαδηφόρος)
αυτός που παίρνει μέρος σε λαμπαδηφορία
μσν.
ο λαμπαδάριος
αρχ.
1. κηροπήγιο
2. στον πληθ. οί λαμπαδηφόροι
τίτλος θεατρικού έργου του Φιλεταίρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπάς, -άδος + -φόρος (< φέρω). Το -η- του τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

λαμπᾰδηφόρος: ὁ (φέρω), αυτός που φέρει πυρσό, αυτός που κρατά λαμπάδα, λαμπαδηδρόμος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

λαμπᾰδη-φόρος, ὁ, φέρω
a torch-bearer, Aesch.