λεπύχανον: Difference between revisions
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />pelure d'oignon.<br />'''Étymologie:''' [[λέπω]]. | |btext=ου (τό) :<br />pelure d'oignon.<br />'''Étymologie:''' [[λέπω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λεπύχᾰνον:''' (ῡ) τό луковичная кожура Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λεπύχανον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[φλοιός]], [[φλούδα]], λέπυρο<br /><b>2.</b> καθεμιά από τις φλούδες του κρεμμυδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. σχηματίστηκε πιθ. από συμφυρμό τών λ. [[λέπυρον]] <span style="color: red;">+</span> [[λάχανον]]. | |mltxt=[[λεπύχανον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[φλοιός]], [[φλούδα]], λέπυρο<br /><b>2.</b> καθεμιά από τις φλούδες του κρεμμυδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. σχηματίστηκε πιθ. από συμφυρμό τών λ. [[λέπυρον]] <span style="color: red;">+</span> [[λάχανον]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 3 October 2022
English (LSJ)
[ῡ], τό, = λέπυρον, coat of an onion, etc., Theopomp. Com.33, Plu.2.684a, Archig. ap. Gal.12.256, 445; rind, ῥοᾶς Dsc.Eup. 1.74.
German (Pape)
[Seite 32] τό, = λέπυρον, bes. die Häute der Zwiebel, Plut. Symp. 5, 8, 3, wo alte v.l. λεπτύχανον ist; auch bei Diosc. λεπτόχανον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
pelure d'oignon.
Étymologie: λέπω.
Russian (Dvoretsky)
λεπύχᾰνον: (ῡ) τό луковичная кожура Plut.
Greek (Liddell-Scott)
λεπύχᾰνον: [ῡ], τό, λέπυρον, εἷς τῶν χιτώνων τοῦ κρομμύου, Λατ. tunica cepae, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 2, Πλούτ. 2. 684Β.
Greek Monolingual
λεπύχανον, τὸ (Α)
1. φλοιός, φλούδα, λέπυρο
2. καθεμιά από τις φλούδες του κρεμμυδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. από συμφυρμό τών λ. λέπυρον + λάχανον.