λευκόχροος: Difference between revisions
σέθεν δὲ χωρὶς οὔτις εὐδαίμων ἔφυ → without you, no one has been happy | without you Health, no one has been happy
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0035.png Seite 35]] zsgzgn [[λευκόχρους]], von weißer Farbe, Arist. gen. an. 1, 20. Bei Hippocr. λευκόχροιος. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0035.png Seite 35]] zsgzgn [[λευκόχρους]], von weißer Farbe, Arist. gen. an. 1, 20. Bei Hippocr. λευκόχροιος. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λευκόχροος:''' стяж. [[λευκόχρους]] 2 (acc. λευκόχροα) белого цвета, белый Eur., Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λευκόχροος:''' -ον, συνηρ. [[λευκόχρους]], -ουν ([[χρόα]]), αυτός που έχει [[λευκό]] [[χρώμα]]· ετερόκλ. αιτ., <i>λευκόχροα κόμαν</i>, σε Ευρ. | |lsmtext='''λευκόχροος:''' -ον, συνηρ. [[λευκόχρους]], -ουν ([[χρόα]]), αυτός που έχει [[λευκό]] [[χρώμα]]· ετερόκλ. αιτ., <i>λευκόχροα κόμαν</i>, σε Ευρ. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, contr. λευκό-χρους, ουν, of pale complexion, Arist.GA728a2, Aret.SD 1.13, etc.: generally, white, heterocl. acc. λευκόχροα κόμαν E.Ph. 322 (lyr.): pl. λευκόχροας Ptol.Geog.7.2.17:—also λευκό-χροιος, ον, Hp. Epid.2.1.10, Phlp.in GA53.3.
German (Pape)
[Seite 35] zsgzgn λευκόχρους, von weißer Farbe, Arist. gen. an. 1, 20. Bei Hippocr. λευκόχροιος.
Russian (Dvoretsky)
λευκόχροος: стяж. λευκόχρους 2 (acc. λευκόχροα) белого цвета, белый Eur., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόχροος: -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, ἔχων λευκὴν χροιάν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 20, 2, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 13, κτλ.· ἑτερόκλ. αἰτιατ. λευκόχροα κόμαν Εὐρ. Φοίν. 322 (λυρ)· πληθ. λευκόχροας, Πτολ. Γεωγρ. 7. 2· - ὡσαύτως -χροιος, ον, παρ’ Ἱππ. 1008G.
Greek Monotonic
λευκόχροος: -ον, συνηρ. λευκόχρους, -ουν (χρόα), αυτός που έχει λευκό χρώμα· ετερόκλ. αιτ., λευκόχροα κόμαν, σε Ευρ.