κόνδυ: Difference between revisions

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1480.png Seite 1480]] υος, τό, ein Trinkgefäß, ein Pokal; Men. u. Hipparch. com. bei Ath. XI, 478 a u. VLL.; eigtl. persisches W.; – auch ein Maaß für Flüssigkeiten, zehn Kotylen haltend, LXX.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1480.png Seite 1480]] υος, τό, ein Trinkgefäß, ein Pokal; Men. u. Hipparch. com. bei Ath. XI, 478 a u. VLL.; eigtl. persisches W.; – auch ein Maaß für Flüssigkeiten, zehn Kotylen haltend, LXX.
}}
{{elru
|elrutext='''κόνδυ:''' υος τό (перс.) чаша, кубок Men.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κόνδυ]], -υος, τὸ, πληθ. -υα (ΑM)<br />[[είδος]] ποτηριού («καὶ τὸ [[κόνδυ]] μου τὸ ἀργυροῦν ἐμβάλετε εἰς τὸν μάρσιππον», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[γλώσσα]] του Ησυχίου [[κόνδυ]]<br />[[ποτήριον]] βαρβαρικόν</i>, [[κυμβίον]] αποτελεί [[ένδειξη]] για την πιθ. μικρασιατική [[προέλευση]] της λ.].
|mltxt=[[κόνδυ]], -υος, τὸ, πληθ. -υα (ΑM)<br />[[είδος]] ποτηριού («καὶ τὸ [[κόνδυ]] μου τὸ ἀργυροῦν ἐμβάλετε εἰς τὸν μάρσιππον», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[γλώσσα]] του Ησυχίου [[κόνδυ]]<br />[[ποτήριον]] βαρβαρικόν</i>, [[κυμβίον]] αποτελεί [[ένδειξη]] για την πιθ. μικρασιατική [[προέλευση]] της λ.].
}}
{{elru
|elrutext='''κόνδυ:''' υος τό (перс.) чаша, кубок Men.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 13:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόνδῠ Medium diacritics: κόνδυ Low diacritics: κόνδυ Capitals: ΚΟΝΔΥ
Transliteration A: kóndy Transliteration B: kondy Transliteration C: kondy Beta Code: ko/ndu

English (LSJ)

υος, τό, drinking-vessel, Men.293, Hipparch.Com.1.6, IG11 (2).287B133, al. (Delos, iii B.C.), PPetr.2p.108 (iii B.C.), Pancrat. ap.Ath.11.478a; as a measure, LXXGe.44.2, al.: pl., κόνδυα ἀργυρᾶ Alex.Magn.Epist. ap. Ath.11.784a.

German (Pape)

[Seite 1480] υος, τό, ein Trinkgefäß, ein Pokal; Men. u. Hipparch. com. bei Ath. XI, 478 a u. VLL.; eigtl. persisches W.; – auch ein Maaß für Flüssigkeiten, zehn Kotylen haltend, LXX.

Russian (Dvoretsky)

κόνδυ: υος τό (перс.) чаша, кубок Men.

Greek (Liddell-Scott)

κόνδῠ: -υος, τό, εἶδος ἐκπώματος, ποτηρίου, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 477F, κἑξ., πρβλ. 784Α, Ἑβδ. (Γεν. ΜΔ΄, 2, κ. ἀλλ.)· ― λέγεται ὅτι εἶναι Περσικὴ λέξις, ἴδε Sturz Διαλ. σελ. 91· ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κόνδυ· ποτήριον βαρβαρικόν, κυμβίον».

Greek Monolingual

κόνδυ, -υος, τὸ, πληθ. -υα (ΑM)
είδος ποτηριού («καὶ τὸ κόνδυ μου τὸ ἀργυροῦν ἐμβάλετε εἰς τὸν μάρσιππον», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η γλώσσα του Ησυχίου κόνδυ
ποτήριον βαρβαρικόν, κυμβίον αποτελεί ένδειξη για την πιθ. μικρασιατική προέλευση της λ.].

Frisk Etymological English

-υος
Grammatical information: n.
Meaning: name of a drinking-vessel (hell.), after H. = ποτήριον βαρβαρικόν, κυμβίον.
Derivatives: diminutive κονδύλιον (hell.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.X
Etymology: Like many words in a loan (vgl. Chantraine Formation 119). Fur. 181 compares κοτὺλη beaker, cf. κονδύλιον. Szemerényi, Gnomon 43 (1971) 674 refers to late Babylon. kandu vessel.

Frisk Etymology German

κόνδυ: -υος
{kóndu}
Grammar: n.
Meaning: N. eines Trinkgeschirrs (hell.), nach H. = ποτήριον βαρβαρικόν, κυμβίον;
Derivative: Deminutivum κονδύλιον (hell.).
Etymology: Wie viele andere Wörter auf -υ (vgl. Chantraine Formation 119) offenbar entlehnt.
Page 1,911