λιγυπνείων: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(3)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0043.png Seite 43]] οντος, laut wehend, sausend, ἀῆται, Od. 4, 567.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0043.png Seite 43]] οντος, laut wehend, sausend, ἀῆται, Od. 4, 567.
}}
{{bailly
|btext=οντος (ὁ) :<br />au souffle harmonieux <i>ou</i> strident.<br />'''Étymologie:''' [[λιγύς]], [[πνέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λῐγυπνείων:''' οντος, v. l. λιγὺ πνείων adj. проносящийся со свистом, гудящий (ἀῆται Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐγυπνείων''': -οντος, ([[πνέω]]) λιγέως πνέων, συρίζων, λιγυπνείοντες ἀῆται Ὀδ. Δ. 567.
|lstext='''λῐγυπνείων''': -οντος, ([[πνέω]]) λιγέως πνέων, συρίζων, λιγυπνείοντες ἀῆται Ὀδ. Δ. 567.
}}
{{bailly
|btext=οντος (ὁ) :<br />au souffle harmonieux <i>ou</i> strident.<br />'''Étymologie:''' [[λιγύς]], [[πνέω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 14: Line 17:
|lsmtext='''λῐγυπνείων:''' -οντος ([[πνέω]]), αυτός που φυσάει βγάζοντας διαπεραστικό ήχο, αυτός που σφυρίζει, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''λῐγυπνείων:''' -οντος ([[πνέω]]), αυτός που φυσάει βγάζοντας διαπεραστικό ήχο, αυτός που σφυρίζει, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''λῐγυπνείων:''' οντος, v. l. λιγὺ πνείων adj. проносящийся со свистом, гудящий (ἀῆται Hom.).
|mdlsjtxt=λῐγυ-πνείων, οντος, [[πνέω]]<br />[[shrill]]-blowing, whistling, Od.
}}
}}

Latest revision as of 13:55, 3 October 2022

German (Pape)

[Seite 43] οντος, laut wehend, sausend, ἀῆται, Od. 4, 567.

French (Bailly abrégé)

οντος (ὁ) :
au souffle harmonieux ou strident.
Étymologie: λιγύς, πνέω.

Russian (Dvoretsky)

λῐγυπνείων: οντος, v. l. λιγὺ πνείων adj. проносящийся со свистом, гудящий (ἀῆται Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐγυπνείων: -οντος, (πνέω) λιγέως πνέων, συρίζων, λιγυπνείοντες ἀῆται Ὀδ. Δ. 567.

English (Autenrieth)

οντος: loudly blowing, whistling, Od. 4.567†.

Greek Monotonic

λῐγυπνείων: -οντος (πνέω), αυτός που φυσάει βγάζοντας διαπεραστικό ήχο, αυτός που σφυρίζει, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

λῐγυ-πνείων, οντος, πνέω
shrill-blowing, whistling, Od.