λυθρώδης: Difference between revisions

From LSJ

οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι → it was fated that you would be taken by the most miserable death, it has been decreed that thou shouldst be cut off by a most piteous death

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />souillé de sang et de poussière.<br />'''Étymologie:''' [[λύθρον]], -ωδης.
|btext=ης, ες:<br />souillé de sang et de poussière.<br />'''Étymologie:''' [[λύθρον]], -ωδης.
}}
{{elru
|elrutext='''λυθρώδης:''' [[покрытый кровью]], [[окровавленный]] (χεῖρες Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λυθρώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), μολυσμένος με ακάθαρτο [[αίμα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''λυθρώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), μολυσμένος με ακάθαρτο [[αίμα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''λυθρώδης:''' [[покрытый кровью]], [[окровавленный]] (χεῖρες Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λυθρ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />[[defiled]] with [[gore]], Anth.
|mdlsjtxt=λυθρ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />[[defiled]] with [[gore]], Anth.
}}
}}

Revision as of 14:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυθρώδης Medium diacritics: λυθρώδης Low diacritics: λυθρώδης Capitals: ΛΥΘΡΩΔΗΣ
Transliteration A: lythrṓdēs Transliteration B: lythrōdēs Transliteration C: lythrodis Beta Code: luqrw/dhs

English (LSJ)

ες, defiled with gore, LXX Wi.11.6, AP9.258 (Antiphan. Megalop.).

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
souillé de sang et de poussière.
Étymologie: λύθρον, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

λυθρώδης: покрытый кровью, окровавленный (χεῖρες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λυθρώδης: -ες, (εἶδος) μεμολυσμένος, κεκηλιδωμένος δι’ αἵματος, Ἀνθ. Π. 9. 258, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΑ΄, 7).

Greek Monolingual

λυθρώδης, -ῶδες (Α) λύθρος
κηλιδωμένος ή ανάμικτος με λύθρο («αἵματι λυθρώδει», Αντιφ.).

Greek Monotonic

λυθρώδης: -ες (εἶδος), μολυσμένος με ακάθαρτο αίμα, σε Ανθ.

Middle Liddell

λυθρ-ώδης, ες εἶδος
defiled with gore, Anth.